Σελίδες

Ν. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΟΣΙΑ

ΛΑΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το σύντομο διδακτικό παραμύθι που ακολουθεί προέρχεται από την περιοχή της Νάξου και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1874.

 

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Ήταν ένας φτωχός… περνούν ζωή αγγελική». Πλαγιότιτλος: «Η ευτυχισμένη ζωή του φτωχού».

! Β΄ ενότητα: «Δίπλα κάθουνταν… ούτε χορό των παιδιών». Πλαγιότιτλος: «Η δυστυχία του φτωχού που πλούτισε».

!Γ΄ ενότητα: «Το πρωί βλέπει… το άλλο πρωί στη δουλειά». Πλαγιότιτλος: «Η ευτυχία του φτωχού μετά την επιστροφή των χρημάτων».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Φτωχός γεωργός: Ο φτωχός γεωργός εμφανίζεται στο παραμύθι αρχικά, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ευτυχισμένος, γαλήνιος και με συναισθήματα πληρότητας. Νιώθει ικανοποίηση, είναι ατάραχος, ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή και απερίσπαστη από επιχειρηματικές σκέψεις και φροντίδες για την πλήρωση σύνθετων επιθυμιών και δεν βιώνει το άγχος για το μέλλον και τις δυσχέρειές του. Η ζωή του θυμίζει ευαγγελικές διδαχές του τύπου «Μακάριοι οι φτωχοί».

Αλλαγή του φτωχού γεωργού: Μετά από τη «δωρεά» του πλούσιου γείτονα, ο φτωχός γεωργός βασανίζεται από σκοτούρες επενδυτικότητας, από εξαντλητικά σχέδια, έχει αϋπνίες και μεταβάλλεται η στάση του προς την οικογένειά του. Είναι πλέον αμίλητος, δυστυχής και σκυθρωπός, γίνεται απότομος και απρόσιτος και χάνει την απλοϊκότητά του, την ψυχική του γαλήνη και την επιθυμία του για απλές χαρές της ζωής (συντροφικότητα, αγάπη, ψυχαγωγία..). Κοινώς, τα υλικά αγαθά του προκαλούν σύγχυση, φιλοδοξία, άγχος και συσκοτισμό στην ψυχή του.

Ο φτωχός γεωργός μετά από 3 μέρες: Ο φτωχός κατανοεί το σφάλμα του και επιστρέφει το δώρο της δυστυχίας και της διχόνοιας (δηλαδή των χρημάτων). Έτσι, επανέρχεται η ηρεμία, η ομόνοια, η χαρά, η γαλήνη και η οικογενειακή θέρμη.

Πλούσιος γείτονας: Είναι δυστυχισμένος και ζηλόφθονος (από αυτή τη δυστυχία όμως παρηγορούνται και οι μη έχοντες που βιώνουν τη σκληρή ταξική πραγματικότητα, αλλά διαπιστώνουν εν τέλει πως τα χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία απαραίτητα).

Τα χρήματα: Τα χρήματα αναμφισβήτητα επιλύουν πολλά βιοποριστικά προβλήματα και εξασφαλίζουν μία ποιότητα βίου, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις προκαλούν άγχος και δυστυχία, είτε γιατί γίνονται αυτοσκοπός και υποδουλώνουν τον άνθρωπο, είτε γιατί υπάρχει η ανασφάλεια ως προς τη δυνατότητα συντήρησης και επαύξησής τους.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Τα χρήματα δε φέρνουν οπωσδήποτε την ευτυχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι και πηγή δυστυχίας και άγχους.
î Η λαϊκή σοφία συμβιβάζεται με τη βιοπάλη και αντιμετωπίζει αισιόδοξα τις οικονομικές δυσκολίες και τις στερήσεις.
î Η δυνατότητα του ηθικού θριάμβου ενός φτωχού ανθρώπου και της αντίστασής του στην αλλοτρίωση των χρημάτων.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Γλώσσα: Απλή με ναξιώτικους ιδιωματισμούς.

Ύφος: Απλό, λιτό, διαυγές (απλή γλώσσα, σαφήνεια), άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες, περιγραφές, διάλογος), διδακτικό.

Είδος κειμένου: Λαϊκό παραμύθι (αοριστία χρόνου και τόπου, διήγηση που θέλει να τέρψει και να διδάξει, εκφραστική λιτότητα, δοκιμασίες, αίσιο τέλος, συντομία, πλοκή, περιγραφή, διάλογος, αντιθέσεις).

Αφηγηματικές τεχνικές:
î Τριτοπρόσωπη αφήγηση (διήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση.
î Περιγραφή.
î Μονόλογος.
î Διάλογος.

Σχήματα λόγου:
î Εικόνες (π.χ. η εικόνα της λύρας και του χορού…).
î Αντιθέσεις (π.χ. η σκιαγράφηση της ευτυχίας , της οικογενειακής θαλπωρής και της ψυχαγωγίας από τη μια και από την άλλη της δυστυχίας, της αϋπνίας, της περισυλλογής και της κακής διάθεσης).
î Επαναλήψεις λέξεων.
î Ασύνδετα (π.χ. «Ο πλούσιος, περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια άκουε, ούτε γέλια, ούτε χορό των παιδιών.»).




ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ
ΛΑΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Το παραμύθι που ακολουθεί είναι κεφαλλονίτικη παραλλαγή μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών τα οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που, όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Κάποτε ήταν… που λέει ο λόγος». Πλαγιότιτλος: «Ο βασιλιάς και το πρόβλημα της ανορεξίας».

! Β΄ ενότητα: «Όπου κάποια μέρα… να μου πάρεις το κεφάλι». Πλαγιότιτλος: «Η συμβουλή του γέροντα και η αποτυχία κατανόησής της από το βασιλιά».

! Γ΄ ενότητα: «Κι ο βασιλιάς, παιδί μου… του απάντησε εκείνος¨. Πλαγιότιτλος: «Οι δοκιμασίες του βασιλιά».

! Δ΄ ενότητα: «Σε λίγο βγήκανε… δε θα σου λείψει». Πλαγιότιτλος: «Η θεραπεία του βασιλιά».

! Ε΄ ενότητα: «Ο βασιλιάς ακολούθησε… τρώαμε κι εμείς έτσι». Πλαγιότιτλος: «Η αλλαγή της ζωής του βασιλιά».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Αφηγηματικά μοτίβα (θέματα) του παραμυθιού:
î Πρόβλημα του ήρωα.
î Συμβουλή του σοφού.
î Δοκιμασίες του ήρωα.
î Λύση – ικανοποίηση του προβλήματος.

Βασιλιάς:
î Αρχικά: Ο βασιλιάς στην αρχή παρουσιάζεται κακότροπος, καλομαθημένος, ατομικιστής, βλοσυρός, αυταρχικός, απόμακρος από το λαό του…
î Λόγω της «αρρώστιας»: Ο βασιλιάς αρχίζει να συμπεριφέρεται υπομονετικά και υπάκουα. Επιδεικνύει ολιγάρκεια, εργατικότητα, ανακαλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη χαρά και την ικανοποίηση της προσωπικής εργασίας. Έτσι, γίνεται πιο ώριμος, πιο έμπειρος, πιο συνετός, πιο ισορροπημένος, γεμάτος όρεξη για προσφορά στο λαό του…
ð Λόγω της μεταστροφής: Καθώς ο βασιλιάς μετανοεί, γίνεται συμπαθής… άλλωστε, άφησε το παλάτι, έγινε ο ίδιος μέρος του λαού ιδρώνοντας και φορώντας φτωχικά ρούχα…

Γέροντας: Ο φτωχός γέροντας είναι πράος, αλτρουιστής, φιλάνθρωπος, εργατικός, συνετός, ακούραστος και υπομονετικός. Διδάσκει στο βασιλιά τη χαρά της προσπάθειας και της απλής – φυσικής ζωής, καθώς την έχει βιώσει και ο ίδιος, αποδεικνύοντας πως είναι συνειδητοποιημένος, σοφός…

Σύγκριση βασιλιά – γέροντα:

Ø Ομοιότητες: Και οι δύο είναι υπομονετικοί, σκληροί δουλευτάρες, ανθεκτικοί στις κακουχίες και λάτρεις της δράσης. Αγαπούν τη φυσική ζωή, χαίρονται τα αγαθά του μόχθου τους και διέπονται από σοφία…

Ø Διαφορές: Υφίσταται μία κοινωνική και οικονομική διαφοροποίηση ανάμεσά τους, στα πλαίσια της οποίας ο βασιλιάς εμφανίζεται πιο δυναμικός και ο γέροντας πιο πράος. Ο γέρος χαρακτηρίζεται από τις αρετές ενός δασκάλου, ενώ ο βασιλιάς αναπτύσσει επιτυχώς τη στάση ενός υπάκουου και ενθουσιώδους μαθητή.

«..η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις.»: Η συγκεκριμένη φράση θέλει να μας τονίσει πως, όταν καταβάλλουμε προσωπικά μία προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου μας, τότε σίγουρα το αποτέλεσμά της μας ικανοποιεί απόλυτα, μας χαροποιεί και μας ευχαριστεί στον μέγιστο βαθμό, γιατί το εκτιμούμε, καθώς μόνοι μας το καταφέραμε. Έτσι, κι ο βασιλιάς, καθώς μόνος του παρασκεύασε το ψωμί, αφού συμμετείχε μάλιστα σε κάθε προηγούμενη διεργασία παραγωγής του σιταριού, λογικό είναι να απολαμβάνει το δημιούργημά του και να το νιώθει ως το πιο γλυκό και γευστικό ψωμί που έχει δοκιμάσει. Απλούστατα, είναι καρπός της δικής του προσπάθειας.

Το παραμύθι συγκινεί: επειδή ο άρχοντας κατανόησε τα λάθη του και άλλαξε στάση ζωής.

Το παραμύθι ψυχαγωγεί: επειδή διασκεδάζει το κοινό, καθώς αντιστρέφεται η κοινωνική πραγματικότητα… κοινώς, ο αρχοντογεννημένος βασιλιάς θα υποβιβαστεί και θα ζήσει σαν τους φτωχούς χωρικούς, προκαλώντας το γέλιο με τις κωμικές και σκληρές συνθήκες εργασίας του (οικείες όμως για τους χωρικούς)…

Το παραμύθι διδάσκει:
î δεν είναι ντροπή η ενασχόληση με το επάγγελμα του γεωργού..
î το ήθος, η σοφία, η εσωτερική γαλήνη και η προσπάθεια αξίζουν πιο πολύ από τα πλούτη..
î «τα αγαθά κόποις κτώνται» κι έτσι έρχεται η χαρά και η εσωτερική πλήρωση..
î η ικανοποίηση είναι έντονη όταν προέρχεται από προσωπικό μόχθο και τίμια δουλειά..

Ένα γνώρισμα της λαϊκής αφήγησης είναι ότι γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Αυτό φαίνεται από:
î απευθύνεται άμεσα στο κοινό («Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη…»).
î παρηγορεί το κοινό με ευχές για τη φτώχια («..μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!»).
î δεν κουράζει το κοινό με πολυλογίες («..για να μην τα πολυλογούμε..»).

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Δυστυχία απραξίας.
î Σοφία και γαλήνη βιοπαλαιστή.
î Εργασία: πηγή χαράς και ικανοποίησης.                                                            

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: απλό, λιτό (απλός λόγος), άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες), φυσικό, ζωηρό (προφορικότητα αφήγησης, φυσικοί διάλογοι), διδακτικό, σατυρικό.

Γλώσσα: Απλή και απέριττη γλώσσα, με λαϊκές λέξεις, φυσικούς διαλόγους (προσφέρουν ζωντάνια, αυθεντικότητα, αμεσότητα και δραματικότητα, υποβάλλουν συναισθήματα, άρουν τη μονοτονία της αφήγησης και κάνουν το κείμενο πιο ελκυστικό) και παρατακτική σύνδεση.

Είδος κειμένου: Το κείμενο είναι ένα λαϊκό παραμύθι. Τα παραμύθια χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
î μυθικά
î διηγηματικά (στηρίζονται σε γεγονότα της ζωής)
î θρησκευτικά
î ευτράπελα – σατυρικά (παθήματα ανθρώπων).
 Ÿ Το συγκεκριμένο παραμύθι ανήκει στην κατηγορία των διηγηματικών!
Γνωρίσματα λαϊκού παραμυθιού:
î αοριστία χρόνου και τόπου («Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς»)..
î διήγηση που θέλει να τέρψει και να διδάξει (βλ. παραπάνω σχόλιο)..
î δοκιμασίες (του βασιλιά: του κόβεται η όρεξη, προσπάθειες επαναφοράς της…)..
î αίσιο τέλος (λύση στο πρόβλημα του βασιλιά και ωρίμανσή του..)..
î εκφραστική λιτότητα, απλότητα και προφορικότητα λόγου («έδωσε διαταγή στους φουρναραίους»)..
î συντομία (μικρή έκταση)..
î πλοκή, άψογη δομή (ύπαρξη δράσης / δομικές ενότητες)..
î περιγραφή (η εικόνα του θερίσματος και του αλωνίσματος,..), διάλογος («Μήπως κουράζεσαι βασιλιά μου;»,..), αντιθέσεις (από τη μια ο καλομαθημένος βασιλιάς με όλες τις ανέσεις και από την άλλη ο εργατικός και συνειδητοποιημένος βασιλιάς,..)..
î σύνδεση της υπόθεσης με τη ζωή και τις ασχολίες των ανθρώπων (διαφαίνονται οι ταξικές διακρίσεις και υπογραμμίζονται οι αξίες της λαϊκής αγροτικής κοινωνίας)..

Αφηγηματικές τεχνικές:
î Τριτοπρόσωπη αφήγηση (διήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση.
î Περιγραφή.
î Διάλογος.  




«Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΓΟΝΑΚΙ»
ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


Στο μικρό αυτό αφήγημα ο μεγάλος Ρώσος στοχαστής και συγγραφέας Τολστόι σκιαγραφεί με λιτότητα το θέμα της συμβίωσης του γέροντα γονιού με την οικογένεια του παιδιού του. Η στοιχειώδης πλοκή οδηγεί στη λύση – μήνυμα που είναι η αγάπη και η κατανόηση προς τους ανθρώπους της Τρίτης Ηλικίας.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Ο παππούς… του χυνόταν το φαγητό» ð Πλαγιότιτλος: «Τα γεράματα του παππού».

! Β΄ ενότητα: «Ο γιος του και η νύφη του… δεν είπε τίποτα» ð Πλαγιότιτλος: «Δοκιμασίες του παππού».

! Γ΄ ενότητα: «Μια μέρα… σ’ αυτήν τη γαβάθα» ð Πλαγιότιτλος: «Το παιδί μιμείται τους σκληρούς γονείς του».

! Δ΄ ενότητα: «Ο άντρας κι η γυναίκα του… όπως πρέπει» ð Πλαγιότιτλος: «Μεταμέλεια και αλλαγή της στάσης των γονιών».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Γονείς του Μίσα: Οι γονείς του Μίσα ως εκπρόσωποι της μεσαίας ηλικίας εμφανίζονται με πολλά αρνητικά γνωρίσματα:
î αλαζόνες, λόγω του ότι διαθέτουν το προνόμιο να αποφασίζουν για τα του σπιτιού.
î εγωιστές, καθώς δεν σκέφτονται καν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο παππούς λόγω της ηλικίας του.
î αχάριστοι, αγνώμονες έναντι αυτού που τους ανέθρεψε και τους μεγάλωσε.
î σκληρόκαρδοι, άδικοι, ανελέητοι, ψυχροί, αδιάφοροι…
î απάνθρωποι (απομονώνουν τον παππού που τώρα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από συντροφιά, βοήθεια και επικοινωνία).

Ωστόσο, αν και αρχικά καταδικάζουν τον παππού, τελικά, μετά την πράξη του γιου τους, συνειδητοποιούν το αυτονόητο, ότι δηλαδή κάποια στιγμή θα τύχουν της ίδιας συμπεριφοράς από το παιδί τους, όταν θα γεράσουν, και γι’ αυτό μετανιώνουν, συγκλονίζονται από τύψεις και ενοχές και έτσι επιδεικνύουν τελείως διαφορετική στάση. Γίνονται λοιπόν ευαίσθητοι έναντι του παππού, ανθρωπιστές, συναισθηματικοί, αλληλέγγυοι στα προβλήματά του, καλοπροαίρετοι, δίκαιοι και καλόκαρδοι…

Πράξη του Μίσα / Συμπεράσματα για τις μεθόδους διαπαιδαγώγησης των παιδιών: Ο Μίσα, αντιγράφοντας στην ουσία τους γονείς του, ετοιμάζει μία ξύλινη γαβάθα, ώστε, όταν μεγαλώσουν, να τους προσφέρει φαγητό σ’ αυτήν, όπως ακριβώς κάνουν κι εκείνοι στον παππού. Κοινώς, ο Μίσα ως μικρό, ανώριμο, αφελές παιδί που διδάσκεται και μαθαίνει μέσα από τις πράξεις των γονιών του, με την μιμητική του στάση γίνεται ο σκληρός κριτής τους και ο καταλύτης για την μεταστροφή τους. Κι όλα αυτά γιατί, χωρίς να το συνειδητοποιεί ο μικρός, με την πράξη του διδάσκει τους υποτίθεται ώριμους γονείς του και τους δίνει ένα μάθημα ανθρωπιάς και αυτογνωσίας! Έτσι, οι γονείς κατανοούν το σφάλμα τους, το ηθικό τους παράπτωμα και την αναξιοπρεπή τους συμπεριφορά και, αναλογιζόμενοι ότι κι αυτοί θα πάθουν από το γιο τους αυτά που κάνουν στον ηλικιωμένο,  ευαισθητοποιούνται υπέρ του παππού, βιώνοντας και το συναίσθημα της μεταμέλειας για όσα έπρατταν ως τότε απέναντί του.
   Τελικά, συμπεραίνουμε πως τα παιδιά διαπλάθουν το χαρακτήρα τους βάσει των οικογενειακών βιωμάτων και των παραδειγμάτων που τους προσφέρουν οι γονείς τους. Πρέπει λοιπόν να γίνει αντιληπτό πως η στάση της οικογένειας είναι καταλυτική στη διαμόρφωση του ήθους του παιδιού από πολύ μικρή ηλικία και γι’ αυτό επιβάλλεται να είναι προσεκτική και δεοντολογική. Το σημαντικότερο είναι οι γονείς να εφαρμόζουν έμπρακτα αυτά που συμβουλεύουν στα παιδιά τους, ώστε να συνιστούν παράδειγμα προς μίμηση και να μην μένουν στις θεωρητικές παραινέσεις. Επομένως, οι παραστάσεις που λαμβάνονται στην παιδική ηλικία κρίνονται ουσιώδεις ως προς την παιδαγωγική των νεαρών ατόμων και καλό είναι να μην ξεχνάμε και τις ρήσεις λαϊκής σοφίας του τύπου πως «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει»…

Παππούς:  Ο παππούς εκπροσωπεί την τρίτη ηλικία και τα προβλήματά της. Είναι κακοπαθημένος από τα γηρατειά και τη φτώχεια, έχει χάσει την αξιοπρέπειά του, καθώς είναι πλέον ανήμπορος και ανίκανος στο να αυτοεξυπηρετείται και να συντηρείται ως προς τις βιοσωματικές του ανάγκες, ζει περιθωριοποιημένος από τον οικογενειακό περίγυρο και αντιμετωπίζει έκδηλα την έλλειψη στοργής, ενδιαφέροντος και επικοινωνίας από τα παιδιά του. Προφανώς, η ψυχολογία του θα είναι ιδιαίτερα άσχημη και θα νιώθει μοναξιά, απογοήτευση, πίκρα, οδύνη και ίσως και οργή και για την κατάστασή του και για τη στάση του γιου και της νύφης του που είναι αρκετά απαξιωτική απέναντί του. Ωστόσο, δέχεται την άσχημη συμπεριφορά με καρτερία και παθητικότητα, χωρίς να αντιδρά και να διαμαρτύρεται για την αχαριστία. Αφήνεται στην εγκατάλειψη, γιατί δεν διαθέτει σωματικές και ψυχικές δυνάμεις προκειμένου να αντιδράσει, πιθανόν ντρέπεται για την κατάντια του και αισθάνεται βάρος στην οικογένεια και ίσως και να φοβάται πως, αν αντιδράσει, θα τύχει ακόμη χειρότερης αντιμετώπισης.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ


î Τα άτομα της τρίτης ηλικίας και οι ανάγκες τους.
î Η γεροντική ηλικία αποτελεί φυσικό στάδιο στον κύκλο της ζωής.
î Ανάγκη κατανόησης, αγάπης, ανθρωπιάς και συμπαράστασης προς τους ηλικιωμένους.
î Μερικές φορές οι άνθρωποι φέρονται σκληρά στην Τρίτη Ηλικία.
î Τη συμπεριφορά που δείχνει κάποιος στους γέροντες γονείς του πιθανόν θα αντιμετωπίσει από τα παιδιά του.
î Οι πράξεις των γονιών γαλουχούν το χαρακτήρα των παιδιών τους.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Γλώσσα: Απλή, καθημερινή, φυσική.

Ύφος: Λιτό – απλό - φυσικό (απουσία καλολογικών στοιχείων, απλός λόγος), άμεσο – ζωντανό – παραστατικό (περιγραφές), συγκινητικό, διδακτικό.

Αφηγηματικές τεχνικές:

î Διήγηση (τριτοπρόσωπη αφήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση.
î Διάλογος.
î Περιγραφή.

Είδος κειμένου: Το κείμενο είναι διήγημα, γιατί:
î έχει σύντομη έκταση
î δίνει έμφαση σε ένα μόνο γεγονός (συμπεριφορά προς παππού)
î συμμετέχουν λίγα πρόσωπα (παππούς, γιος – νύφη, εγγονός)
î είναι αληθοφανές στα νοήματά του (βλέπε θεματικά κέντρα)
î διαθέτει άψογη διάρθρωση (πρόλογος, δοκιμασίες παππού, πράξη παιδιού που αντισταθμίζει τις δοκιμασίες του παππού, επίλογος – λύση).

Κατηγοριοποίηση του διηγήματος: Το διήγημα χαρακτηρίζεται ως:
î ηθογραφικό (κείμενο που αναφέρεται σε ήθη, έθιμα, συνήθειες, λαογραφικά στοιχεία και στην ηθική των προσώπων), καθώς έχουμε αρκετά ηθογραφικά στοιχεία, όπως το πώς μπορεί να συμπεριφέρεται η μεσαία ηλικία στην Τρίτη, την παθητικότητα που συνήθως επιδεικνύουν οι ηλικιωμένοι, τη μίμηση των γονιών από τα παιδιά τους και την περιγραφή καθημερινών ασχολιών μιας φτωχής οικογένειας.
î ψυχογραφικό (κείμενο που διεισδύει στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών και αναφέρεται στα συναισθήματά τους, στις ενδόμυχες σκέψεις τους, σε διλήμματα και συγκινήσεις τους, καταγράφοντας κορυφώσεις και εντάσεις τους), γιατί περιγράφεται, άμεσα ή έμμεσα, ο εσωτερικός κόσμος των γονιών του Μίσα και του παππού και δίνονται διάφορες ψυχικές εντάσεις, όπως η στιγμή της μετάνοιας – συγκίνησης.
î ανθρωπιστικό – ηθοπλαστικό, καθώς επικεντρώνει σε ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους και στοχεύει στον ηθικό παραδειγματισμό των αναγνωστών, ώστε να επιλύσουν τα προβλήματα – δράματά τους.
î ρεαλιστικό, αφού παρουσιάζει την κοινωνική πραγματικότητα χωρίς εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις.

Δείγματα λαϊκού παραμυθιού στο κείμενο:
î αοριστία χρόνου και τόπου
î διήγηση που θέλει να τέρψει και να διδάξει
î εκφραστική λιτότητα
î δοκιμασίες
î αίσιο τέλος
î συντομία
î πλοκή, άψογη δομή
î διάλογος, περιγραφή, αντιθέσεις.




ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου Θεοτοκά. Είναι μια αυθεντική μαρτυρία, γραμμένη εν θερμώ την ίδια μέρα που ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο συγγραφέας καταγράφει τα προσωπικά του αισθήματα, αλλά και τις πρώτες αντιδράσεις των κατοίκων της Αθήνας όταν μαθαίνουν το νέο.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Ξυπνώ με τις καμπάνες… να μας βομβαρδίσουν». Πλαγιότιτλος: «Πρωινό ξύπνημα από τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου».

! Β΄ ενότητα: «Ξεκινώ για την Αθήνα… για να μην τη δουν». Πλαγιότιτλος: «Στο δρόμο για την Αθήνα: οι αντιδράσεις του κόσμου».

! Γ΄ ενότητα: «Φτάνω στο γραφείο… ζητωκραυγάζει». Πλαγιότιτλος: «Στην Αθήνα: εκδηλώσεις ενθουσιασμού».

! Δ΄ ενότητα: «Είχα πολλά, πάρα πολλά… στον τόπο». Πλαγιότιτλος: «Φιλοσοφικός στοχασμός του αφηγητή».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


«Επιτέλους είμαστε μέσα»: Η έκφραση επιδεικνύει χαρά και όχι φόβο ή λύπη ή πανικό, που είναι τα συνηθισμένα συναισθήματα που καταλαμβάνουν έναν άνθρωπο στο άκουσμα του πολέμου.. Διαφαίνεται η εθνική περηφάνια, το πνεύμα αντίστασης των Ελλήνων στο φασισμό, καθώς επίσης και το ότι δε λειτουργούν μοιρολατρικά, αφήνοντας τις τύχες τους στη συγκαιριακή εξέλιξη των γεγονότων, αλλά ότι αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους… Άλλωστε, και οι πρόγονοί τους πάντα έδειχναν την πίστη τους στην αξία της ελευθερίας με έμπρακτο τρόπο και προσωπικές θυσίες.. Άρα, η αντίσταση στον φασιστικό ιμπεριαλισμό κάνει τον αφηγητή να αισθάνεται αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και ιδεαλισμό, γεγονός που του δημιουργεί ευφορία, η οποία είναι διάχυτη και στους δρόμους..

Η αντίδραση της γριάς: Η γριά είναι τρομαγμένη, γιατί έχει βιώσει τον πόνο, την οδύνη, τις συνέπειες, τις καταστροφές, αλλά και την προσφυγιά που προκαλούνται από έναν πόλεμο, καθώς έζησε την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής και γι’ αυτό δε θέλει να περάσει αντίστοιχες και πάλι καταστάσεις… Οι άσχημες μνήμες έχουν χαραχτεί μέσα της και είναι αδύνατο να ξεπεραστούν.. Έτσι, λογικό είναι να κυριαρχείται από φόβο, άγχος, ανασφάλεια, αφού οι εμπειρίες της έχουν επιδράσει καταλυτικά στην ψυχολογία της και δεν της επιτρέπουν να λειτουργήσει πανηγυρικά ως προς το ότι η Ελλάδα σήκωσε ανάστημα..

Αντιδράσεις γυναικών στο λεωφορείο: Οι γυναίκες κλαίνε γιατί αναλογίζονται πως οι άντρες τους, τα παιδιά τους θα συμμετέχουν στον πόλεμο και άρα κινδυνεύουν ακόμη και να πεθάνουν.. Αγωνία, ανησυχία, φόβος είναι τα αισθήματά τους.. Κάποιες πάντως γυναίκες κλαίνε κρυφά, επειδή δε θέλουν να δείξουν αυτά τους τα συναισθήματα, ώστε να μην κάμψουν το ηθικό των αντρών, που ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για το μέτωπο και δε θα πρέπει να φύγουν με απαισιοδοξία και πεσιμιστική διάθεση..

Αντιδράσεις στρατιωτών: Οι νεαροί στρατιώτες δεν επιδεικνύουν το παραμικρό σημάδι ανησυχίας και εμφανίζονται απόλυτα χαρούμενοι και εύθυμοι, σαν να πηγαίνουν εκδρομή.. Ο ενθουσιασμός τους οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας τους, μια ηλικία που χαρακτηρίζεται από δυναμισμό, αυθορμητισμό, ζωντάνια, θάρρος, αγωνιστικότητα, αλλά και στην απειρία τους, αφού δεν έχουν ξαναζήσει τη φρίκη του πολέμου και δεν γνωρίζουν τι τους περιμένει στα πεδία της μάχης.. Πέραν αυτών, βέβαια, η χαρά τους οφείλεται και στο ότι η χώρα τους αντιστέκεται στις φασιστικές απειλές και στο ότι οι ίδιοι θα αποτελέσουν τους θεματοφύλακες της πατρίδας..

Διαδήλωση νέων: Τα άπειρα νιάτα χαίρονται, διαδηλώνουν τα εθνικά τους αισθήματα και βανδαλίζουν τα γραφεία μιας ιταλικής εταιρείας.. Η πράξη τους σαφώς είναι καταδικαστέα, αφού δε συνάδει με τα ιδανικά και τις αξίες της ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού, μπορεί όμως να κριθεί με επιείκεια, καθώς προηγήθηκε ο ύπουλος τορπιλισμός της Έλλης και αναμένεται ο βομβαρδισμός της Αθήνας από τα ιταλικά αεροπλάνα.. Επομένως, είναι αναμενόμενο πως κάπου θα έπρεπε να εκτονώσουν την ένταση, την οργή και την αγανάκτησή τους οι νέοι.. Ωστόσο, καλό είναι να αποφεύγονται οι πράξεις εθνικισμού και φανατισμού..

Ευρύτερη αντίδραση του κόσμου: Ο λαός αντιδρά ψύχραιμα, χωρίς πανικό, φόβο και υστερικές εκδηλώσεις, επιδεικνύοντας παλμό, πάθος, λεβεντιά, φιλότιμο, εθνική ομοψυχία και ενότητα.. Υφίσταται λοιπόν μια ξέφρενη αντίδραση χαράς και ευθυμίας, το ξέσπασμα ενός λαού που καταπιεζόταν από μία κυβέρνηση ουδετερότητας ως τότε και δεν μπορούσε να εκδηλώσει τα αντιφασιστικά του συναισθήματα στις προκλήσεις των Ιταλών..

Αντιδράσεις του αφηγητή: Ο αφηγητής εξαρχής αποδέχεται με χαρά και ενθουσιασμό την αναγγελία της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο.. Διατηρεί την ψυχραιμία του, είναι συγκρατημένος και νιώθει τα πρώτα ρίγη συγκίνησης και ψυχικής διέγερσης όταν βλέπει το πρώτο στρατιωτικό άγημα που ετοιμάζεται να φύγει για το μέτωπο.. Ωστόσο, ταράσσεται και συγκινείται από τις αντιδράσεις των γυναικών στο λεωφορείο, αλλά γρήγορα ανακτά την ψυχραιμία του.. Στο κέντρο της Αθήνας βιώνει άμεσα την ένταση της ατμόσφαιρας, είναι ήρεμος, νιώθει ασφαλής και, παρασυρόμενος από την ορμή και τον παλμό του πλήθους, χάνει την αυστηρότητά του, ξεχύνεται στους δρόμους και αισθάνεται νέος, ζωντανός, ευτυχής.. Οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού των πολιτών τον συναρπάζουν, τον συγκινούν  και τον γεμίζουν με αισθήματα υψηλοφροσύνης και περηφάνιας, καθώς διαπιστώνει πως τη δύσκολη αυτή στιγμή ο ελληνικός λαός δε σκύβει το κεφάλι, ούτε είναι διχασμένος, αλλά ενωμένος είναι έτοιμος να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της χώρας και να διεκδικήσει την αυτονομία και την ανεξαρτησία της.. Και μόνο το γεγονός της προσπάθειας αρκεί, αφού φανερώνονται ευαισθησίες και ιδεώδη εθνικής ομοψυχίας, που αναδεικνύουν το ηθικό μεγαλείο του εγχειρήματος.. Εν τέλει, ένα αίσθημα τιμής και πίστης στον ελληνικό λαό πως θα τα καταφέρει πλημμυρίζει τον Γ. Θεοτοκά..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Ο πόλεμος και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων..
î Η συμβολή της εθνικής ομοψυχίας στην επιτυχή έκβαση εθνικών θεμάτων..
î Οι διαφορετικές αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στον πόλεμο..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (περιγραφές), φορτισμένο, συγκινητικό, θερμό (καταγράφονται οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των πολιτών), οικείο, απλό (απλός λόγος, ημερολογιακή καταγραφή).

Γλώσσα: Γλώσσα απλή, φροντισμένη, ζωντανή, με λιτά εκφραστικά μέσα και χωρίς ιδιαίτερα στολίδια.

Είδος κειμένου: Απόσπασμα από ημερολόγιο (ημερομηνία, α΄ πρόσωπο, καταγραφή γεγονότων της επικαιρότητας, βιωματικός και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας με ενδιαφέρον για τις εκδηλώσεις της κοινωνίας έναντι ενός εθνικού θέματος, αποτύπωση συναισθημάτων και σκέψεων, οικείο ύφος, φυσικότητα).

Αφηγηματικές τεχνικές

î Μίμηση (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), δραματοποιημένος αφηγητής, εσωτερική εστίαση.
î Εσωτερικός μονόλογος (εκφράζονται οι μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή).
î Περιγραφές (εικόνες ζωντανές, ζωηρές, σύνθετες).




ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το μυθιστόρημα «Μαρκοβάλντο» ή «Οι εποχές στην πόλη», που εκδόθηκε το 1963 στο Τορίνο της Ιταλίας. Τα «Μανιτάρια» είναι η πρώτη από τις είκοσι ιστορίες του βιβλίου και πραγματεύεται την πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, δίνοντας έμφαση στις επιπτώσεις που έχει η εκβιομηχάνιση στη ζωή των ανθρώπων.

ΔΟΜΗ – ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ


! Α΄ ενότητα: «Μια μέρα,… αθλιότητες της ύπαρξής του». Πλαγιότιτλος: «Ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση σε μια τσιμεντένια πόλη» (Εισαγωγή: τόπος, πρόσωπο, ιδιότητές του).

! Β΄ ενότητα: «Έτσι, ένα πρωί… σας ξεφύγει κουβέντα». Πλαγιότιτλος: «Η ανακάλυψη των μανιταριών: χαρά και ανησυχία από μέρους του Μαρκοβάλντο» (1ο επεισόδιο).

! Γ΄ ενότητα: «Το άλλο πρωί… ήθελαν να μεγαλώσουν». Πλαγιότιτλος: «Ο Μαρκοβάλντο αντιλαμβάνεται ένα επικίνδυνο ανταγωνιστή της σοδειάς του» (2ο  επεισόδιο).

! Δ΄ ενότητα: «Τη νύχτα έβρεξε… και πήγε σπίτι του». Πλαγιότιτλος: «Το μάζεμα των μανιταριών» (3ο επεισόδιο: κορύφωση).

! Ε΄ ενότητα: «Ωστόσο σύντομα… ο ένας τον άλλο». Πλαγιότιτλος: «Η συνάντηση των ανταγωνιστών στο νοσοκομείο» (Λύση).

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Προβλήματα αστικοποίησης: Η ιστορία, αν και σύντομη, σκιαγραφεί τα σοβαρότερα προβλήματα της ζωής σε μια βιομηχανική μεγαλούπολη (που προκύπτουν από το κύμα της αστυφιλίας):
î απάνθρωπη οικιστική που εξορίζει το πράσινο («στενή πρασιά») και τα ανθρώπινα αισθήματα (ανταγωνισμός μεταξύ δύο εξαθλιωμένων προλετάριων // φωνή βοώντος εν τη ερήμω η πρόταση ενός ανθρώπου: «Ωραία θα ήταν να τρώγαμε όλοι μαζί!»)..
î η μόλυνση δηλητηριάζει – παραμορφώνει τη φυσική ομορφιά (δηλητηριασμένα μανιτάρια)..
î ομοιομορφία, μαζοποίηση (άνθρωποι στη στάση με ομπρέλες)..
î καχυποψία προς το συνάνθρωπο, περιχαράκωση στο εγώ (μυστικοπάθεια του Μαρκοβάλντο ως προς την ανακάλυψή του)..
î νοσταλγία για φυσική ζωή (δηλωτική η 2η παράγραφος του κειμένου)..
î οικονομική εξαθλίωση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού (επιδόματα..)..
î εργασιακή αλλοτρίωση (μονότονη εργασία)..
î ψευδαίσθηση καταναλωτικής ευτυχίας και κοινωνίας της αφθονίας («πινακίδες, σηματοδότες… να τραβήξουν την προσοχή)..

Προσωπικότητα του Μαρκοβάλντο: Ο Μαρκοβάλντο είναι ένας επαρχιώτης που, λόγω ανέχειας και ανεργίας, εγκαταστάθηκε σε μια μεγαλούπολη, ώστε να εξασφαλίσει τα υποτυπώδη βιοποριστικά μέσα. Άνθρωπος της φύσης, απροσάρμοστος στο περιβάλλον της πόλης, ασφυκτιά και πνίγεται από τη μονότονη εργασία του και την κακόγουστη, μαζοποιημένη, απρόσωπη, αφιλόξενη πόλη. Είναι ένας εξόριστος από τον παράδεισο της φύσης που αναζητά διαρκώς ανάμεσα στα τσιμεντένια κτίρια ένα ίχνος φυσικής ζωής. Νοσταλγεί τη φύση και αργοπεθαίνει στη μηχανοποιημένη βαρβαρότητα της σύγχρονης οικιστικής. Γενικότερα, είναι ένας απλοϊκός, αστείος και μελαγχολικός ήρωας, πρωταγωνιστής μιας σειράς σύγχρονων παραμυθιών που θυμίζουν ιστορίες σε κόμικς σε παιδικά περιοδικά. Ο Μαρκοβάλντο είναι η ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν,  με μια ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Αγαθός άγριος», ένας «Άνθρωπος της φύσης» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη.

Επαγγελματική – κοινωνική θέση του Μαρκοβάλντο: Ο Μαρκοβάλντο είναι ένας φτωχός, βαριεστημένος αχθοφόρος που εργάζεται σε μια οικονομικά ισχυρή εταιρεία. Ζει δύσκολα και είναι οικονομικά εξαθλιωμένος. Δεν υπάρχουν ελπίδες ανέλιξης στη μονότονη και κουραστική σωματικά και ψυχικά εργασία του. Περιμένει αποζημιώσεις και επιδόματα για να ζήσει την οικογένειά του. Κάνει βέβαια σχέδια, τα οποία όμως ενθουσιάζουν μόνο τα παιδιά του και όχι την κουρασμένη, δύσπιστη γυναίκα του, που με δυσκολία ετοιμάζει το φτωχικό γεύμα και έχει βαρεθεί τις μεγαλοστομίες του συζύγου της. Άλλωστε, ακόμη και την ανακάλυψή του, τα μανιτάρια, πρέπει να τη μαζέψει με δανεικό καλάθι. Έτσι, διαφαίνεται η αθλιότητα της ύπαρξης ενός φτωχοδιαβόλου συμπαθητικού προλετάριου σε μια πόλη που επιχειρεί να αναδείξει την ευφορία του οικονομικού θαύματος..

Συναισθήματα του Μαρκοβάλντο: Τα μανιτάρια που ανακαλύπτει ο Μαρκοβάλντο επενεργούν θετικά στον ψυχισμό του. Η ζωή του αποκτά νόημα, νιώθει ανείπωτη χαρά και ικανοποίηση από τη φυσική όαση μέσα στον άχαρο κόσμο που τον περιβάλλει. Μυαλό και ψυχή βρίσκονται στα μανιτάρια, αφού η εργασία του τον αφήνει αδιάφορο. Αδημονεί και λαχταρά να μοιραστεί τη χαρά του με κάποιον και έτσι ανακοινώνει με ενθουσιασμό στην οικογένειά του πως το φτωχικό τους τραπέζι θα στολιστεί από μια σπάνια λιχουδιά. Μιλά με έξαψη, περηφάνια και νιώθει ξεχωριστός και σπουδαίος. Η γυναίκα του δεν πείθεται, γιατί έχει συνηθίσει τις μεγαλοστομίες - αποτυχίες του. Η χαρά του γρήγορα μετατρέπεται σε καχυποψία, άγχος, μανία ιδιοκτησίας, ζηλοφθονία. Φοβάται μη χάσει τη φυσική ομορφιά που ανακάλυψε. Νιώθει προνομιούχος και έτσι βλέπει γύρω του μόνο ανταγωνιστές («αλητάκια»). Ανήσυχος επιτηρεί την όασή του και με ανακούφιση διαπιστώνει την αρτιότητά της. Ανακαλύπτει όμως νέο ανταγωνιστή (οδοκαθαριστής) και η ευτυχία του και πάλι ανακόπτεται. Ωστόσο, δεν δείχνει την ανησυχία του και, αδιάφορος δήθεν, κάνει περιπολίες γεμάτος άγχος, νευρικότητα, για να επιβλέπει τα μανιτάρια. Μετά τη βροχή με ανήσυχη προσμονή τρέχει να τα κόψει. Στη θέα όμως του οδοκαθαριστή, που είχε μαζέψει μεγαλύτερα και περισσότερα, κοκαλώνει από οργή και νιώθει απογοήτευση και μίσος. Όταν κατανοεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ώστε να καρπωθεί μόνος του τα μανιτάρια, εκδικείται τον ανταγωνιστή του, μειώνοντας το μέγεθος της επιτυχίας του (φωνάζει τους διαβάτες που θα περηφανεύονται ότι βρήκαν και έφαγαν μανιτάρια)..

«Οι προσωπικές εμπάθειες μεταμορφώθηκαν σε μια παρόρμηση γενναιοδωρίας»: Ό, τι δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε αποκλειστικά μόνοι, αλλά αναγκαζόμαστε να το μοιραστούμε με κάποιον αντιπαθητικό ανταγωνιστή μας, το διανέμουμε με γενναιοδωρία και σε άλλους, ώστε και ο ανταγωνιστής μας να μη χαρεί την κατοχή ενός μεγάλου μεριδίου..

Τα μανιτάρια:  Τα μανιτάρια που φύτρωσαν στην πόλη έδωσαν ένα μήνυμα ελπίδας που αποδείχτηκε απατηλό και επικίνδυνο. Η φύση στη μεγαλούπολη είναι περιφρονημένη και παραμορφωμένη. Επικρατεί η τεχνική ζωή. Κατά συνέπεια, μια δυσάρεστη έκπληξη, καθώς τα μανιτάρια είναι δηλητηριασμένα, δίνει στην κωμική ιστορία ένα άσχημο τέλος..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Προβλήματα διαβίωσης στα αστικά κέντρα: στέρηση φυσικής ζωής και κίνδυνοι από τη μόλυνση του περιβάλλοντος.
î Ζωή στην πόλη και ανθρώπινες σχέσεις: απομόνωση, επιφύλαξη, ανταγωνισμός.
î Ο ρόλος της φύσης στη ζωή του ανθρώπου: χαρά, υγεία, ποιότητα βίου.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (περιγραφές, διάλογος), απλό, οικείο (απλός λόγος), πεζολογικό, ειρωνικό (ως προς την αστική ζωή), ποιητικό, επιτηδευμένο (ως προς την παρουσίαση των φυσικών στοιχείων), χιουμοριστικό, σαρκαστικό («δεν υπήρχε αλογόμυγα… αθλιότητες της ύπαρξής του», «ξεπρόβαλλαν καρούμπαλα», «είχε μονομιάς γεμίσει κρυμμένους θησαυρούς… την αποζημίωση του ψωμιού», «ήταν ένας διοπτροφόρος και κρεμανταλάς νεαρός», «ένα δανεικό καλάθι», «Ωστόσο, σύντομα ξανασυναντήθηκαν… αγριοκοίταζαν ο  ένας τον άλλο»).

Γλώσσα: Απλή, άμεση, αφηγηματική, με ασύνδετα σχήματα και λαϊκές φράσεις.. ο λόγος είναι ζωντανός και αληθοφανής..

Είδος κειμένου: Απόσπασμα από μυθιστόρημα.

Σχήματα λόγου:

î Αντιθέσεις (η περιγραφή των μανιταριών είναι λυρική, τρυφερή, ποιητική # η ζωή της πόλης προβάλλει ασφυκτική, γκρίζα, καταθλιπτική, πνιγερή,..)..

î Εικόνες..
î Παρομοιώσεις («όπως στην άμμο της ερήμου»,..)..
î Ασύνδετα («πινακίδες…αφίσες»,..)..
î Μεταφορές («γκρίζος, άχαρος κόσμος», «κοκάλωσε από οργή»,..)..  

Αφηγηματικές τεχνικές:

î Διήγηση (τριτοπρόσωπη αφήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση.

î Περιγραφές.

î Διάλογος.




Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο του πεζογραφήματος «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961), που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Καζαντζάκη. Στην πραγματικότητα είναι η αυτοβιογραφία του συγγραφέα, πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό του έργο. Ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις επώδυνες εμπειρίες του νεαρού Καζαντζάκη από το δημοτικό σχολείο, σε εποχές που οι εφαρμοζόμενες παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυταρχικές (τέλη 19ου αιώνα).

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Το κείμενο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, η σύνδεση των οποίων είναι παρατακτική και προσθετική (αλλεπάλληλες νέες εμπειρίες του παιδιού κατά τη φοίτησή του στο δημοτικό):

! Α΄ ενότητα: «Με τα μαγικά πάντα μάτια… είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα» ð Πλαγιότιτλος: «Η πρώτη μέρα στο σχολείο: συναισθήματα και εντυπώσεις».

! Β΄ ενότητα: «Από το δημοτικό σχολείο… αθάνατοι οι τέσσερις δάσκαλοι» ð Πλαγιότιτλος: «Αναμνήσεις από το δημοτικό».

! Γ΄ ενότητα: «Στην Τετάρτη Τάξη… ας φέρει βούτυρο» ð Πλαγιότιτλος: «Η παιδαγωγική μέθοδος του δασκάλου της τετάρτης τάξης». Αυτή η ενότητα μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις υποενότητες:
î Γα΄:«Στην Τετάρτη Τάξη… ωσότου έβγαινε αίμα» ð Πλαγιότιτλος: «Η βαναυσότητα του δασκάλου της Δ΄ δημοτικού».
î Γβ΄:«Μια μέρα… κι άλλη φορά σκασμός» ð Πλαγιότιτλος: «Το αθώο ερώτημα του παιδιού και η άγρια τιμωρία του».
î Γγ΄:«Ήταν όμως… ας φέρει βούτυρο» ð Πλαγιότιτλος: «Το μάθημα για τον Χριστόφορο Κολόμβο».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Μικρός Καζαντζάκης: Είναι απονήρευτος, αθώος και αντιφατικά συναισθήματα τον συνοδεύουν, καθώς πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο. Από τη μια χαρά, ανυπομονησία και περηφάνια, επειδή μεγάλωσε και θα φοιτήσει στο σχολείο μακριά από τον περιορισμό των γονιών, αλλά από την άλλη φόβος, γιατί δεν θα έχει την προστασία του πατέρα και τη στοργή της μητέρας. Κυριαρχεί, λοιπόν, μέσα του η ανασφάλεια και γι’ αυτό προσπαθεί να αντλήσει θάρρος από την επιβλητική πατρική φιγούρα, ενώ η αυθόρμητη κίνηση στοργής του πατέρα (χάδι στα μαλλιά) τον τρομάζει πιο πολύ, γιατί θεωρεί πως κάτι πολύ δύσκολο τον περιμένει και ως εκ τούτου ο ψυχρός κατά τ’ άλλα πατέρας τον ενθαρρύνει τώρα.

 

Μητέρα του Καζαντζάκη: Παρουσιάζεται ήρεμη, περήφανη, στοργική, με γλυκιά αγωνία και μεγάλη αγάπη για το γιο της. Ο τρόπος ενδυνάμωσης της αυτοπεποίθησης του μικρού από την μητέρα κρίνεται ιδιαίτερα τρυφερός και ευαίσθητος (του έδωσε ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζει και να παίρνει κουράγιο και του κρέμασε το χρυσό βαπτιστικό σταυρό να τον προστατεύει).

 

Πατέρας του Καζαντζάκη: Ο γενικότερα ατάραχος, περήφανος και ψυχρός πατέρας δείχνει προσωρινά και αυθόρμητα στοργή στο μικρό του γιο (χάδι στα μαλλιά), που πρόκειται να μεταβεί για πρώτη φορά στο σχολείο. Η συναισθηματική όμως αυτή παρένθεση κλείνει άμεσα και ο πατέρας ξαναβρίσκει τον κλασικό εαυτό του. Έτσι, εμφανίζεται και πάλι ως δυναμικός, απόμακρος, βαρύς, πατριαρχικός, περήφανος που το παιδί του θα φοιτήσει, χωρίς ιδιαίτερους συναισθηματισμούς, ψυχρός. Η φράση του μάλιστα «Το κρέας δικό σου…κάμε τον άνθρωπο.» δείχνει ότι επικροτεί τα αυταρχικά μέσα για τον εξανθρωπισμό του γιου του.

 

Εικόνα του δασκάλου της Α΄ δημοτικού: Ο μικρός Καζαντζάκης λόγω του έντονου φόβου του «μεγεθύνει» την εικόνα του δασκάλου και τον βλέπει ως διάβολο που θα του κάνει τη ζωή κόλαση. Η όλη εικόνα είναι παραστατική και ζωντανά δοσμένη (άγριος, μεγάλα δόντια, αναζήτηση κεράτων στο κεφάλι..). Πάντως, ο μικρός έχει δίκιο, γιατί ο δάσκαλος κρατά μια βίτσα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως μ’ αυτή κάνει τους μαθητές του ανθρώπους, στηρίζοντας δηλαδή την παιδαγωγική του στον ξυλοδαρμό, τη βία και τον αυταρχισμό. Κρίνοντάς τον βέβαια σήμερα, αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν ένας μορφωμένος άνθρωπος και μάλιστα παιδαγωγός να ασπάζεται τέτοιες αντιλήψεις. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε την εποχή και το συντηρητικό κλίμα που επικρατούσε σ’ αυτή, εύκολα θα κατανοήσουμε όλες αυτές τις παράδοξες για σήμερα πρακτικές.

 

Δάσκαλος της Δ΄ δημοτικού: Ο συγκεκριμένος, αν και σπουδασμένος στην Αθήνα, είναι άγριος, σκληρός, ειρωνικός, αυταρχικός, αυστηρός και αποτελούσε το φόβητρο των μαθητών τόσο μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιούσε (καθαρεύουσα) και των περίεργων προγραμμάτων διδασκαλίας που εφάρμοζε (πρακτική απεικόνιση της θεωρίας), όσο και μέσω των μεθόδων του, που ήταν άγριες και κτηνώδεις τιμωρίες που δε σέβονταν την προσωπικότητα και τον αγνό ψυχισμό των μικρών μαθητών. Γι’ αυτό και το ύφος του Καζαντζάκη κατά την περιγραφή του είναι ειρωνικό απέναντί του («είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική», «η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι», «κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα»..). Πέραν των άλλων, όμως, ήταν και πονηρός, ιδιοτελής και συμφεροντολόγος, καθώς, για παράδειγμα, για να κάνει το μάθημα για τον Χριστόφορο Κολόμβο και για το πώς ανακάλυψε την Αμερική, ζήτησε από τους μαθητές να φέρουν αυγά (κι όποιος δεν είχε αυγό, ας έφερνε βούτυρο), τα οποία, όμως, κατόπιν της παραστατικής υποτίθεται παρουσίασης του μαθήματος, θα τα κρατούσε για τον εαυτό του…

 

Νέα Παιδαγωγική: Η «Νέα Παιδαγωγική» υποστήριζε την ανάπτυξη των σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων των μαθητών, την όξυνση της κρίσης τους, την ενθάρρυνση ανάληψης πρωτοβουλιών εκ μέρους τους και την ολόπλευρη ανάταση της προσωπικότητάς τους. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτούσε και νέα προγράμματα διδασκαλίας, αλλά και νέες παιδαγωγικές μεθόδους. Στο κείμενο διαπιστώνουμε πως ο δάσκαλος προσπάθησε να εφαρμόσει νέα προγράμματα διδασκαλίας (ό τι μάθαιναν τα παιδιά θεωρητικά έπρεπε να το δουν ή να το ζωγραφίσουν ή να το αγγίξουν ð πρακτική εφαρμογή της θεωρίας), αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκούσε. Κι αυτό γιατί το υπόλοιπο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν απαρχαιωμένο, αυταρχικό και αντιπαιδαγωγικό, γεγονός που σημαίνει πως περιέστελλε την ανθρώπινη προσωπικότητα και την υποβίβαζε (το όλο κείμενο αποτελεί μια φωνή διαμαρτυρίας και μια καταγγελία κατά των απαράδεκτων και σκοταδιστικών παιδαγωγικών μεθόδων στα τέλη του 19ου αιώνα)…

 

 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες, α’ πρόσωπο), απλό (λιτός λόγος), ειρωνικό, χιουμοριστικό, διδακτικό, καυστικό – επικριτικό.

Γλώσσα: Απλή, δημοτική, με ιδιωματισμούς, εκφραστική.

Είδος κειμένου: Αυτοβιογραφικό διήγημα.

Αφηγηματικές τεχνικές:

î Μίμηση (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), δραματοποιημένος αφηγητής, εσωτερική εστίαση.

î Περιγραφή.

î Διάλογος.

Το κείμενο με τις παραπάνω αφηγηματικές τεχνικές αποκτά ζωντάνια και παραστατικότητα, σαφήνεια, αυθεντικότητα, φυσικότητα, γίνεται πιο ελκυστικό για τον αναγνώστη και τον προσεγγίζει συναισθηματικά, οξύνοντας τη δραματικότητα και δίνοντας έμφαση στα προβαλλόμενα μηνύματα.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Αυταρχικές μορφές παλιότερης σχολικής ζωής που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

î Η εμπειρία της πρώτης μέρας στο σχολείο και η εγγραφή της στη συνείδηση των μαθητών.

î Παιδαγωγικές μέθοδοι: η συμβολή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη διάπλαση της προσωπικότητας των μαθητών. 








Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

«Η εορτή του πατρός μου» ανήκει στο είδος του πεζού λόγου που ονομάζεται διήγημα.

Τι είναι το διήγημα και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
- Συντομία. Μικρή έκταση με ολοκληρωμένη υπόθεση (έχει αρχή, μέση και τέλος)
- Υπάρχει αληθοφάνεια. Μπορεί η ιστορία να είναι πλαστή, αλλά είναι επηρεασμένη από την πραγματικότητα και συχνά περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.
- Λίγα πρόσωπα, ένας πρωταγωνιστής
- Συγκεκριμένος τόπος και περιορισμένα χρονικά πλαίσια
- Ένα κύριο γεγονός
- Αλληλουχία περιστατικών που διαμορφώνουν την πλοκή
- Κλιμάκωση συμβάντων που οδηγούν σταδιακά στην κορύφωση, δηλαδή το ανώτατο σημείο ενδιαφέροντος και συγκίνησης. Αυτό βρίσκεται προς το τέλος του διηγήματος.
- Επιδιώκει να δώσει μια ιδέα, ένα δίδαγμα, μια στάση ζωής.

Ενότητες
1.   «Την ερχομένην Πέμπτην … ονομάζεται Γιάννης»: Η επικείμενη γιορτή του πατέρα
2.   «Οκτώ ημέρες … της εκπλήξεως»: Οι προετοιμασίες για την προσφώνηση και το δώρο
3.   Τέλος πάντων … τριακοσίας εξήντα πέντε ημέρας»: Η ατυχής έκβαση της τελετής

Κατανόηση – ερμηνεία του κειμένου
Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος είναι ένα μικρό παιδί που ζει μέσα σε μια μεγαλοαστική, αυστηρή και καταπιεστική οικογένεια. Καταγράφει με την αθωότητα, την απλότητα και το χιούμορ που το διακρίνουν πώς βιώνει όλη την «τελετουργία» για τη γιορτή του πατέρα του. Οι γονείς του είναι τυπολάτρες και αυστηροί. Επιβάλλουν τη γνώμη τους στο παιδί και δεν του επιτρέπουν να εκφράσει τα πραγματικά συναισθήματα και τις ενστάσεις του για την διαδικασία που τηρείται. Φαίνεται καθαρά πως αυτά που αναγκάζεται να κάνει είναι απολύτως αντίθετα με όσα πιστεύει.
Από την άλλη πλευρά, η τυπολατρία, η τήρηση εξωτερικών κανόνων, ο «καθωσπρεπισμός» έχουν πάρει τη θέση των ειλικρινών σχέσεων, της πραγματικής αγάπης και εκτίμησης μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Απόρροια της τυπολατρίας είναι η υποκρισία. Κανένα από τα μέλη της οικογένειας δεν ενεργεί αυθόρμητα και ειλικρινά. Όλοι είναι δεμένοι σε κανόνες και καλούπια. Πράττουν αυτό που πραγματικά θέλουν ή όσα προστάζει «η τάξη τους και η αγωγή τους»;
- Στην πραγματικότητα, η γιορτή ενός αγαπημένου προσώπου είναι μέρα χαράς. Η μητέρα βασανίζεται με αυτό οκτώ μέρες πριν.  Θέλει να γίνουν όλα «με τάξιν». Κοπιάζει να μεταδώσει αισθήματα συγκινήσεως στο παιδί και να το μάθει να παίζει καλά τον ρόλο του.
- Συντάσσει με κόπο την προσφώνηση προς τον πατέρα, σε «δέκα αράδες απελέκητες ελληνικούρες», μια γλώσσα νεκρή που όμως φαντάζει επίσημη.
- Τιμωρεί το παιδί με «μπάτσους», όποτε δεν καταφέρνει να κάνει επακριβώς όσα οι τύποι ορίζουν.
- Και ο πατέρας, που εμφανίζεται σε ελάχιστες σκηνές, φαίνεται να συντάσσεται με αυτή την τακτική. Η υποκρισία και οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις δεν διαφέρουν στο ελάχιστο από αυτές της συζύγου του.
- Παρά την καταγωγή και τους «τρόπους» τους, αντιμετωπίζουν το χρήμα με φειδώ. Το σπίτι είναι παγωμένο, το χαρτί με «τας χρυσάς γραμμάς» δεν σπαταλιέται ασυλλόγιστα, αγοράζουν τελικά ένα «αρρωστημένον γεράνιον».

Η κοινωνία που σατιρίζεται και απορρίπτεται είναι αυτή ακριβώς: η προσκολλημένη σε τύπους και καλούπια. Αυτή που πιστεύει σε ξεπερασμένα πρότυπα και παρωχημένες αξίες. Έχει κλειστούς και περιορισμένους ορίζοντες και απορρίπτει κάθε κίνηση για πρόοδο και προοπτική.

Η Ελλάδα την εποχή του Ροΐδη
Ο Ροΐδης ζει στην Αθήνα του 2ου μισού του 19ου αιώνα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Η πολιτική διαφθορά ανθεί, ο λαός ζει σε άθλια οικονομική κατάσταση, η θνησιμότητα είναι μεγάλη. Ο Ροΐδης φαίνεται να συντάσσεται με ένα μεγάλο μέρος του λαού που ζητά ανανέωση του πολιτικού κόσμου, βελτίωση των συνθηκών ζωής, απόρριψη της οπισθοδρόμησης και εξευρωπαϊσμό της χώρας. Μέσα από το διήγημα προβάλλεται έμμεσα η αντίληψη αυτή. Παρατηρούμε πώς σατιρίζονται ή έχουν ατυχή έκβαση κάποια συγκεκριμένα περιστατικά:
- Ο τρόπος που η μητέρα συντάσσει την επιστολή με τις «απελέκητες ελληνικούρες» δείχνει ότι ο συγγραφέας ζητά ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες του λαού, με μια γλώσσα ζωντανή, με γνώσεις χρήσιμες και ανοιχτούς ορίζοντες.
- Το περιστατικό στο ανθοπωλείο, όπου η μητέρα πάτησε ένα «νεκρικόν στέφανον» και τελικά αγόρασε ένα «αρρωστημένον γεράνιον» δείχνει ότι η συμπεριφορά της δεν συνάδει με την κοινωνική της θέση.
- Τέλος, η ατυχής και αναπάντεχη έκβαση μιας τόσο καλά προετοιμασμένης «θεατρικής παράστασης», δηλώνει πιθανόν την αντίληψη και την ελπίδα του συγγραφέα ότι το παλιό και ξεπερασμένο θα αποτύχει και σταδιακά θα σβήσει.

Τα πρόσωπα
Πατέρας:  Σοβαρός, αυστηρός, λιγομίλητος, κρατά αποστάσεις και προκαλεί φόβο στο παιδί, τυπολάτρης, υποκρίνεται για να μη χαλάσει η έκπληξη, φέρεται σκληρά, υποτιμητικά και προσβλητικά στο παιδί, δεν το ενθαρρύνει.
Μητέρα:  Τυπική, φορτική, επίμονη, αυταρχική, εγωίστρια, δεν αφήνει καμία πρωτοβουλία στο παιδί, αυστηρή, καταπιεστική, απαιτητική, δύστροπη πελάτισσα.

Παιδί:  Καταπιεσμένο, δεν εκδηλώνει σκέψεις και συναισθήματα, σέβεται αλλά και φοβάται τους γονείς, δεν δέχεται τρυφερότητα και κατανόηση, αναγκάζεται να υποκρίνεται και να προσποιείται.

Ειρωνεία και αυτοσαρκασμός
Χαρακτηριστικά της γραφής του Ροΐδη είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός. Αποτελούν τα όπλα με τα οποία ελέγχει αυστηρά και κατακρίνει όσα θεωρεί αρνητικά.
Ειρωνεία:  περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών ή αντίθετων από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται
Σαρκασμός: λόγια ιδιαίτερα ειρωνικά και πικρόχολα που έχουν πρόθεση να πληγώσουν.
Αυτοσαρκασμόςτο να σαρκάζει κάποιος τον εαυτό του
(Οι ορισμοί από το ηλεκτρονικό λεξικό του Τριανταφυλλίδη)

Δείγματα ειρωνείας στο κείμενο
«Πάνσεπτε…υμίν»
«Ο ανθοπώλης…ανατροφήν»
«μετά πολλά…εξήντα πέντε»
«αλλά εθεώρησε πρέπον…της εκπλήξεως»
«η επίσημος ημέρα»
 Δείγματα αυτοσαρκασμού στο κείμενο
 «δεν υπάρχει κίνδυνος… λέγεται Ιωάννης»
«δύσκολον όμως…Γιάννης»
«Έπρεπεν άρα… εις το θέατρον»
«η απαγγελία μου …συγκινήσεως»
«δεν ηξιώθην…καλλιγραφίας»
«με όλην μου…μπάτσον»
«η αλήθεια είναι…πατέρα μου»
«άδικον λοιπόν…τριακοσίας εξήντα πέντε ημέρας»

Γλώσσα
Αν και ο συγγραφέας ήταν ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γράφει στην καθαρεύουσα (με ορισμένους τύπους στη δημοτική), η οποία εξυπηρετεί την ειρωνική διάθεση και τη σάτιρα του Ροΐδη.

Ύφος
Ειρωνικό, σαρκαστικό, χιουμοριστικό, διδακτικό (για την αντιπαιδαγωγική στάση της μητέρας και την ανούσια προσκόλληση στους τύπους), άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες)

Αφηγηματικοί τρόποι
Μίμηση (πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δραματοποιημένος αφηγητής, εσωτερική εστίαση), περιγραφή


ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Οι σημειώσεις για το κείμενο «Η εορτή του πατρός μου» προέρχονται από την ιστοσελίδα του 3ου γυμνασίου Αγίου Νικολάου.







Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

Θεματικά κέντρα
 Ανάγκες που γεννιούνται σε αιγαιοπελαγίτικα νησιά (λειψυδρία κ.ά.).
 Νησιώτικη αρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στις οικογενειακές ανάγκες.
     Ομαδική ζωή και ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται στη συνεργασία και       την αλληλεγγύη.
      Παιδικά παιχνίδια και ελεύθερος χρόνος σε μια παραδοσιακή κοινωνία.

     Ενότητες
    «Στη Σύμη … ν’ ανοίξουν χιλοπίτες»: Ομαδικές δουλειές γυναικών.
    «Εμείς, τα παιδιά…. τα σαπουνόνερα έξω»: Παιχνίδια μικρών κοριτσιών και λειτουργικότητα της κουζίνας στα σπίτια της Σύμης.
    «Κάτω απ’ το παράθυρο… και τις κουρελούδες»: Η εξασφάλιση και η χρήση του νερού στη Σύμη.

Ερμηνευτικές  επισημάνσεις
α. κόβανε κουρέλια για κουρελούδες. Οι κουρελούδες ήταν υφαντά καλύμματα του δαπέδου των δωματίων (όπως τα χαλιά και τα κιλίμια). Οι γυναίκες αξιοποιώντας παλιά ρούχα και κομμάτια από υφάσματα, ανεξάρτητα από χρώμα ή ποιότητα, τα έκοβαν σε λουρίδες φάρδους 1-2 εκατοστών και αυτές τις χρησιμοποιούσαν ως υφάδι για την ύφανση της κουρελούς.
β. Δεν έχουν στέρνα, να φοβούνται μην πατώσει και μείνουν χωρίς νερό. Οι Αθηναίοι ξοδεύουν το νερό σπάταλα, γιατί το έχουν άφθονο, ενώ στο νησί συγκεντρώνουν το νερό της βροχής στη στέρνα και το ξοδεύουν με φειδώ, επειδή φοβούνται μήπως αυτό τελειώσει και φανεί έτσι στεγνός ο πυθμένας της (ο «πάτος» της) με την εξάντληση του νερού. Με τη φράση τονίζεται η σπατάλη του νερού στην Αθήνα από τους κατοίκους της σε συσχετισμό με τη λειψυδρία της Σύμης.
γ. κάπως μυρίζει... αλλιώτικο στο στόμα... σα φάρμακο. Το χωρίο αναφέρεται στην οσμή του χλωρίου (το νερό των μεγάλων δεξαμενών των πόλεων χλωριώνεται πριν διοχετευτεί στο δίκτυο).

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Γενικά σχόλια για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα της Φακίνου. Στο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου Αστραδενή οι αφηγήσεις της ηρωίδας κινούνται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τις εμπειρίες που ζει η μικρή Αστραδενή με τον ερχομό της στην πρωτεύουσα, όπου η ζωή διαφέρει ριζικά σε σύγκριση με τα βιώματα που έχει από τη μικρή κοινωνία της Σύμης. Στην Αθήνα γνωρίζει για πρώτη φορά τους φωταγωγούς στις πολυκατοικίες, τα σούπερ μάρκετ, το ασανσέρ, το πόσο περιορισμένα παίζουν τα παιδιά κ.ά. Παράλληλα όμως εμφανίζεται, ως συνέχεια του πρώτου, ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά την παρουσίαση της ζωής στη Σύμη. Η Αστραδενή καθετί που γνωρίζει στην Αθήνα και της φαίνεται διαφορετικό, το βρίσκει αρνητικό συγκρίνοντας το με κάτι αντίστοιχο, συνήθως θετικό, από τη ζωή και τις συνήθειες της στη Σύμη. Θεωρεί δηλαδή ότι η ποιότητα ζωής στη Σύμη ήταν καλύτερη. Έτσι, με τη βοήθεια αυτής της τεχνικής το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από νοσταλγικές εικόνες της παραδοσιακής ζωής στη Σύμη.

Γενικά σχόλια για το συγκεκριμένο απόσπασμα. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και στο απόσπασμα που ανθολογείται. Η μικρή Αστραδενή, κλεισμένη στην πολυκατοικία, στενοχωριέται επειδή είναι αναγκασμένη να κάθεται σε έναν καναπέ και δεν έχει άλλα συνομήλικα παιδιά να παίξει. Ο νους της επιστρέφει στη ζωή της στο νησί και στα παιχνίδια που έπαιζε με τις φίλες της. Τα παιχνίδια αυτά προσαρμόζονταν και εξαρτιόνταν από τις καιρικές συνθήκες. Εάν ο καιρός ήταν καλός, τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, εάν όχι, συγκεντρώνονταν μέσα στο σπίτι, στο μεγάλο δωμάτιο της κουζίνας.
Αυτή η νοσταλγική αναπόληση της Αστραδενής, που ξεκινά με αφορμή τα παιχνίδια με τις φίλες της, επεκτείνεται και αγκαλιάζει σκηνές από την καθημερινότητα των κατοίκων της Σύμης, όπου κυριαρχεί η ομαδικότητα: γυναίκες που κάνουν από κοινού τις δουλειές και αλληλοβοηθιούνται, παιδιά που παίζουν ομαδικά παιχνίδια. Η νοσταλγική ανάμνηση της Αστραδενής την οδηγεί συνειρμικά και σε μια περιγραφή του εσωτερικού ενός συμιακού σπιτιού, και ιδίως του δωματίου της κουζίνας, [Η Αστραδενή διαπιστώνει ότι οι κουζίνες στην Αθήνα είναι πολύ μικρές, στενόχωρες (κουτσουλές). Όμως στη Σύμη η κουζίνα είναι πολύ ευρύχωρη και αποτελεί τον κύριο χώρο του σπιτιού και το κέντρο της οικογενειακής ζωής (ένα μεγάλο δωμάτιο, πολύ μεγάλο, που κάνουμε όλες μας τις δουλειές)]  όπου κυριαρχεί η λειτουργική αξιοποίηση του χώρου και διεξάγονται οι περισσότερες δραστηριότητες μικρών και μεγάλων: ύπνος, εργασία, παιχνίδι κ.ά. Τελευταίο σημείο της αναπόλησης της Αστραδενής είναι οι στέρνες που αναγκάζονται να διατηρούν οι νησιώτες, προκειμένου να συγκεντρώνουν νερό, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της λειψυδρίας, πρόβλημα άγνωστο στους κατοίκους της πρωτεύουσας.

Συνήθειες και αντιλήψεις των κατοίκων της Σύμης
Στην αφήγηση, πέρα από τις εργασίες και τις ασχολίες των γυναικών και των παιδιών της Σύμης, γίνεται λόγος και για κάποιες συνήθειες και αντιλήψεις των κατοίκων του μικρού αυτού νησιού. Έτσι στη Σύμη:
Οι μεγάλοι χρησιμοποιούν κάποια φόβητρα, για να καθίσουν φρόνιμα τα παιδιά (τα απειλούν ότι θα έρθει ο αράπης ή η γριά).
Δεν υπάρχουν εστίες θέρμανσης το χειμώνα λόγω του ήπιου κλίματος και χρησιμοποιούνται κάποια αφεψήματα, όπως το φασκόμηλο, για την περιστασιακή αντιμετώπιση του λίγου κρύου (το τζάκι δε χρησιμοποιείται με τον τρόπο που χρησιμοποιείται σε άλλες περιοχές).
Υπάρχει η δοξασία ότι το άναμμα του τζακιού έχει τη μαγική και υπερφυσική ιδιότητα να διώχνει το κακό από την οικογένεια.
Υπάρχει η δοξασία για τους καλικάντζαρους, που εμφανίζονται στη γη τις μέρες των Χριστουγέννων.
Καλλιεργούνται στα σπίτια καλλωπιστικά φυτά (βασιλικά, κατιφέδες).
Σε κάθε σπίτι συγκεντρώνουν το χειμώνα βρόχινο νερό σε ειδική στέρνα και το χρησιμοποιούν όλο το χρόνο με πολλή φειδώ λόγω λειψυδρίας.

     Τεχνικά στοιχεία
     Είδος: Το κείμενο που εξετάζουμε είναι ένα μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας.
     Περιεχόμενο: Ηθογραφικό (ήθη, συνήθειες, αντιλήψεις)
     Αφηγηματικοί τρόποι: Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (μίμηση) και ο αφηγητής (η μικρή Αστραδενή) είναι δραματοποιημένος, βλέπει από εσωτερική οπτική γωνία, συμμετέχοντας στα δρώμενα, είναι το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του έργου. / Αναδρομική αφήγηση / Περιγραφή
     Γλώσσα: Η γλώσσα του κειμένου είναι η δημοτική γλώσσα. Απλώς εμπεριέχει και κάποιους ιδιωματισμούς από την τοπική διάλεκτο της Σύμης (κουρελούδες, νταντέλα, ξεσποριάσουν, αν ήταν καλοσύνη, κουτσουλές, αποκρέβατο, τσιμιά, στέρνα, πρεβάζι, κατιφέδες, θρεφτάρια, κουμάντο). Επίσης, εντύπωση προκαλούν τα ασυνήθιστα ονόματα που εντοπίζουμε στο κείμενο και που χρησιμοποιούνται στα Δωδεκάνησα (Αλεμίνα, Ζωπιάκι, Αστραδενή). Βλέπουμε ότι η Ευγενία Φακίνου ηθελημένα αρνείται την καλλιλογία, καθώς και το ότι ο λόγος της (λόγος παρατακτικός και μικροπερίοδος) διακρίνεται για την παραστατικότητά του, ώστε να είναι ικανός να περιγράψει τη δυσκολία προσαρμογής της Αστραδενής.
     Ύφος: Το ύφος του κειμένου είναι απλό (απλή γλώσσα με λιτή σύνταξη, με σύντομες προτάσεις). Είναι κοφτό και άμεσο –ζωντανό – παραστατικό (εικόνες) για να αντανακλά την ωμή πραγματικότητα. Απουσιάζει κάθε διάθεση αισιόδοξης και χαρούμενης αντιμετώπισης της κατάστασης – νοσταλγικό ύφος.





Τα κόκκινα λουστρίνια

Ειρήνη Μάρρα


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Τα «κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα 13 διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου» της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Το είχε βάλει… έγινε ο γλυκύς βραστός.». Πλαγιότιτλος: «Τα σχέδια του νεαρού βιοπαλαιστή»

! Β΄ ενότητα: «Έτσι, τη μέρα της αγοράς… παραμόνευε την ώρα». Πλαγιότιτλος: «Η αγορά του δέρματος και η κατασκευή των παπουτσιών»

! Γ΄ ενότητα: «Η κόρη του δασκάλου… ποιος ξέρει». Πλαγιότιτλος: «Τα αισθήματα του νεαρού για την κόρη του δασκάλου»

! Δ΄ ενότητα: «Την κρίσιμη μέρα… η κόρη του δασκάλου». Πλαγιότιτλος: «Η συνειδητοποίηση της κακοπαθημένης ζωής της αδελφής του»

! Ε΄ ενότητα: «Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια… με το γέλιο της». Πλαγιότιτλος: «Η κρίσιμη απόφαση του ήρωα»

! Στ΄ ενότητα: «Το άλλο πρωί… με το τραγούδι». Πλαγιότιτλος: «Η ωρίμανση του ήρωα»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Ανωνυμία προσώπων και αοριστία τόπου και χρόνου: υπ’ αυτόν τον τρόπο, το μήνυμα της αδελφικής αγάπης αποκτά διαχρονικότητα και διατοπικότητα, καθώς δεν περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένο τόπο. Μπορεί δηλαδή να αφορά τον οποιονδήποτε ανεξάρτητα από χρονικά και τοπικά όρια.

Ο νεαρός βιοπαλαιστής: Ο ανώνυμος ήρωας είναι ένα παιδί που προσαρμόστηκε στη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα πολύ νωρίς, αποδεικνύοντας την υπευθυνότητα και την εργατικότητά του. Κερδίζει μάλιστα την εμπιστοσύνη και το σεβασμό του αφεντικού του και όντας ντροπαλός και σοβαρός προσπαθεί να εξοικονομήσει το μεροκάματό του για να μην επιβαρύνει τη φτωχή οικογένειά του (η μητέρα του είναι παραδουλεύτρα και ο πατέρας του, χωρίς να περιγράφεται ουσιαστικά, μάλλον παρουσιάζεται με απαισιόδοξα χρώματα).

Τα αισθήματα του νεαρού για την κόρη του δασκάλου: Ο νεαρός βιοπαλαιστής νιώθει ερωτικό σκίρτημα για μια ωραία πλούσια κοπέλα, την παρακολουθεί ντροπαλά και διακριτικά («Θάρρητα δεν είχανε..»), μαγεύεται από την ομορφιά της («..είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη.») και ζηλεύει τους νέους που την κοιτάζουν («Σαν έβγαινε όμως όλοι την κοίταζαν»). Αναζητά λοιπόν ευκαιρίες να βρεθεί στο σπίτι της, για να την καμαρώσει («Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα.. την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε.»), καθώς του «έχει λαβώσει την καρδιά». Θα επιχειρήσει μάλιστα να την κάνει να τον ερωτευτεί μέσω ενός φανταχτερού δώρου («Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα.. κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…») , αλλά σε γενικές γραμμές δειλιάζει να της εκφράσει τα συναισθήματά του. Με επιμονή και δύναμη κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα για το φιλόδοξο ερωτικό του σχέδιο, αγόρασε το δέρμα, το επεξεργάστηκε με αναστεναγμούς για το κρυφό του αίσθημα και ερωτικές μαντινάδες («Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός») και αγωνιά πότε θα κλείσει ραντεβού μαζί της, αφού δεν τη βγάζει από το μυαλό του.

Η ξαφνική αλλαγή του σχεδίου: Ο νεαρός βιοπαλαιστής για πρώτη φορά κοιτάζει ουσιαστικά την αδελφή του και παρατηρεί πόσο ταλαιπωρημένη, κακοπαθημένη και ξέθωρη είναι. Τη συγκρίνει με την αγαπημένη του και διαπιστώνει πως δε θυμάται καν το χρώμα των ματιών της αδελφής του. Νιώθει τύψεις που σαν αδελφός αδιαφορούσε γι’ αυτήν που είναι προσγειωμένη, εξοικειωμένη με τη φτώχεια, λυπημένη και κενή από όνειρα για το μέλλον και τη ζωή της. Διστάζει λοιπόν για το τι πρέπει να κάνει και αναρωτιέται για το τι θα σήμαινε το δώρο στο καθένα από τα δύο κορίτσια. Κατανοεί ρεαλιστικά πως για το πλούσιο κορίτσι θα ήταν ένα άλλο πλούσιο δώρο, άλλο ένα δείγμα αγάπης και άλλη μια παροδική και επιπόλαιη χαρά που θα ξεχαστεί με το επόμενο δώρο, σε αντίθεση με την αδελφή του… Αποφάσισε λοιπόν να προτάξει την πρωτόγνωρη χαρά, την αδελφική αγάπη, την ανταμοιβή και την ευγνωμοσύνη για την αθόρυβη προσφορά της στο σπίτι της, γεγονός που θα της επέτρεπε να λησμονούσε, έστω και για λίγο, αλλά πολύ έντονα και πρωτόγνωρα, τη φτώχεια και τη δεινή της θέση.

Η προσφορά των παπουτσιών: Συνιστά το κορυφαίο γεγονός, γιατί ο ήρωας προτάσσει το ρόλο του ως αδελφού και προστάτη, αναγνωρίζοντας πόσο τον έχει ανάγκη η οικογένειά του. Αυτή η μετάβαση από το προσωπικό συναίσθημα στο οικογενειακό καθήκον αποτελεί την ωρίμανσή του. Διαπιστώνουμε πάντως και τις επιδράσεις αυτής της πράξης, καθώς η αδελφή γνωρίζει μοναδική χαρά (ενδεικτικές είναι οι εικόνες, οι μεταφορές και προσωποποιήσεις της ε΄ ενότητας).

«Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο μεστωμένος»: Κοινώς, ο ανώνυμος ήρωας ωρίμασε:
î ψυχικά (λόγω της χαράς που έδωσε σε ένα αδικημένο από τις κοινωνικές συνθήκες κορίτσι)..
î ηθικά (προέταξε το αδελφικό χρέος και ένιωσε την ψυχική ολοκλήρωση από την ομόνοια και την οικογενειακή ζεστασιά)..
î κοινωνικά (συνειδητοποίησε ρεαλιστικά την κοινωνική του θέση και κατανόησε πόσο διαφορετικός και πολύμοχθος είναι ο κόσμος του σε σχέση με το πλούσιο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε η κόρη του δασκάλου)..

Πληροφορίες για τα στάδια κατασκευής των παπουτσιών:
î κτηνοτροφία – παραγωγή δέρματος..
î κατεργασία δέρματος – βυρσοδεψία..
î σχεδιασμός – μόδα..
î εργοστάσιο – παραγωγή..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες βιοπάλης / το παιδί βιοπαλαιστής..
î Η αδερφική αγάπη και η δύναμή της..
î Η διαδικασία ωρίμανσης παρά την εφηβεία μέσω των συνθηκών και των επιλογών..
î Η αισθηματική και ερωτική αφύπνιση ενός εφήβου (αγνή και άδολη αγάπη)..
î Σύγκρουση αισθημάτων και καθήκοντος..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες), υποβλητικό, συναισθηματικά φορτισμένο (κορυφώσεις συναισθηματικές, σχήματα λόγου της ε΄ ενότητας), απλό (λιτός λόγος), διδακτικό (ως προς την ανάγκη πρόταξης της αδελφικής αγάπης).

Γλώσσα: Καθομιλουμένη με λαϊκές λιτές μεταφορικές εκφράσεις.

Είδος κειμένου: Το κείμενο είναι ένα διήγημα:
î συντομία..
î συμμετοχή λίγων προσώπων..
î επικέντρωση σε ένα βασικό επεισόδιο..
î άψογη διάρθρωση, πλοκή..
î αληθοφάνεια, πειστικότητα..

Αφηγηματικές τεχνικές:
î Διήγηση (γ΄πρόσωπη αφήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση..
î Αναδρομικές αφηγήσεις (γ΄ ενότητα)..
î Περιγραφές (π.χ. περιγραφή της αγαπημένης ή της αδελφής…)..

  Απουσιάζει ο διάλογος! Η επιλογή της κυριαρχίας της αφήγησης και της απουσίας διαλογικών μερών προσδίδει στο κείμενο χαμηλόφωνο τόνο, απόλυτα ταιριαστό με την ψυχοσύνθεση του ήρωα..

Σχήματα λόγου:
î εικόνες πλαστικές, παραστατικές..
î μεταφορές (π.χ. «χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια»,…)– προσωποποιήσεις (π.χ. «η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε») στην ε΄ ενότητα..

Ÿ Τα πλούσια σχήματα λόγου στην ε΄ ενότητα δίνουν έμφαση στην πρωτόγνωρη χαρά που ένιωσε η αδελφή από το αναπάντεχο γι’ αυτήν δώρο, προσφέρουν ζωντάνια, αμεσότητα, παραστατικότητα, δραματικότητα (εσωτερική δράση, συναισθηματική κορύφωση), υποβάλλουν συναισθήματα στους αναγνώστες, κάνουν το κείμενο πιο λυρικό και πιο ελκυστικό..    





Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ - Λ. ΨΑΡΑΥΤΗ

Πρόκειται για διήγημα με κοινωνικό περιεχόμενο. 

Κύριο θέμα: Η ιστορία ενός μικρού παιδιού από την Αλβανία, που ήρθε στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον όμως παλεύει καθημερινά για την επιβίωσή του σε δύσκολες συνθήκες. Είναι μόνος, μακριά από τους δικούς του. Όμως θα βρει αγάπη και ζεστασιά στο φιλόξενο σπίτι μιας ηλικιωμένης, μοναχικής γυναίκας, της Κυρα-Δέσποινας. Επιμέρους θέματα: η μετανάστευση, η βιοπάλη, η παιδική εργασία, η κοινωνική αδιαφορία, η μεγάλη κοινωνική αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης. 

Στόχος του κειμένου: Η καταγγελία της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης και η ευαισθητοποίηση του αναγνώστη.

*Ενότητες: « Μόλις το φανάρι...κοντά στα δώδεκα»: Ο μικρός βιοπαλαιστής και ο αγώνας του για επιβίωση.
« Βράδιασε... τη μαγειρίτσα» : Η φιλοξενία της Κυρά-Δέσποινας.

Χρόνος: Παραμονή Ανάστασης

Χώρος: Το περιβάλλον της πόλης και  το      διαμέρισμα  της κυρά Δέσποινας.

Χαρακτηρισμοί προσώπων
Κωνσταντής: Ένας μικρός βιοπαλαιστής από άλλη χώρα, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την επιβίωσή του καθώς η οικογένειά του δε ζει στην Ελλάδα. Ζει σε άθλιες συνθήκες, που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του αφού περιφέρεται απροστάτευτος και ρακένδυτος μέσα στους κρύους δρόμους της Αθήνας. Ωστόσο δεν εγκαταλείπει την εργασία του. Επιπλέον, αντιμετωπίζει την αδιαφορία, την καχυποψία και τον ρατσισμό των περαστικών, γεγονός που έχει επηρεάσει την προσωπικότητά του, γιατί κρατά ψυχρή και δύσπιστη στάση απέναντι στους ανθρώπους. Όμως , θα εμπιστευτεί την κυρά Δέσποινα και θα δεχθεί τη φιλοξενία της αφού η καλοσύνη της θα τον πείσει να αφεθεί στη φροντίδα της.
Κυρά Δέσποινα: Είναι μία μοναχική , ηλικιωμένη γυναίκα που η μοναξιά της δεν της απαγόρευσε να προσφέρει απλόχερα αγάπη στους συνανθρώπους της. Θα δει από μακριά τον Κωνσταντή και θα τη συγκινήσει η παρουσία του και η ταλαιπωρία την οποία υφίσταται ως ανήλικος βιοπαλαιστής. Το αίσθημα της αλληλεγγύης που τη διακρίνει είναι ειλικρινές και πηγαίο γιατί χωρίς δεύτερη σκέψη θα βοηθήσει τον Κωνσταντή ο οποίος της θυμίζει και τον εγγονό της, γεγονός που την κάνει να προσφέρει αμέτρητη αγάπη και φροντίδα προς το μικρό παιδί. Η κυρά Δέσποινα είναι άνθρωπος ευαίσθητος, στοργικός και πονόψυχος. Ταυτόχρονα με την παρουσία του παιδιού, αποκτά νόημα η νύχτα της Ανάστασης αφού δεν θα την περάσει μόνη της.

Αφηγηματικοί τρόποι : Αφήγηση και περιγραφή, διάλογος (που σκιαγραφεί τους χαρακτήρες και περιγράφει τα συναισθήματά τους), αφηγηματικό σχόλιο.

Αφηγηματική τεχνική: Πρόκειται για τριτοπρόσωπη αφήγηση, για παντογνώστη αφηγητή που δε συμμετέχει στην ιστορία αλλά γνωρίζει τις πράξεις , τις σκέψεις, τα συναισθήματα των ηρώων. Η αφήγηση είναι γραμμική, ευθύγραμμη γιατί ακολουθεί τη χρονική σειρά των γεγονότων. Υπάρχουν βέβαια κάποιες μικρές αναδρομές στο παρελθόν ( η προηγούμενη, ευτυχισμένη ζωή του Κωνσταντή, τα ταξίδια του εγγονού της κυρά-Δέσποινας). 

Γλώσσα: Απλή δημοτική, απλό λεξιλόγιο, χωρίς ιδιωματισμούς. Ύφος: απλό, άμεσο-ζωντανό-παραστατικό, διδακτικό-καταγγελτικό και λίγα εκφραστικά μέσαεπίθετα, εικόνες και μεταφορές

Το Πάσχα και το μήνυμα της αγάπης
«Το μήνυμα της αγάπης του Πάσχα λειτουργεί εμμέσως αλλά εμπράκτως στην περίπτωση της κυρίας Δέσποινας, μιας απλής, ηλικιωμένης γυναίκας. Η μοναξιά της, που αφήνεται να διαφανεί διακριτικά, η ενθύμηση του εγγονού της που ζει μακριά της, η λύπηση της, η ίδια η μέρα του Μεγάλου Σαββάτου γίνονται αφορμή να αναδυθούν τα φιλάνθρωπα συναισθήματά της. Έτσι, θα συνεορτάσει το Πάσχα με ένα άλλο άτομο που κι αυτό, για άλλους λόγους, συνέπεσε να είναι μόνο του τις γιορτινές εκείνες μέρες. Πρόκειται για τον κεντρικό ήρωα, το μικρό Κωνσταντή, ένα Αλβανάκι, παιδί των φαναριών. Αν σώζεται η ανθρωπιά και αναδύεται η ελπίδα με τη συμβολική φράση του τέλους ("Χριστός Ανέστη"), που συνδυάζεται με την ουσία και όχι τους τύπους, αυτό οφείλεται στην προσωπική πρωτοβουλία της ηλικιωμένης γυναίκας. Η συγγραφέας καταδικάζει την κοινωνική αδιαφορία μπροστά στην εκμετάλλευση και τον τραυματισμό της ευαίσθητης ψυχής. Με ευαισθησία και ρεαλισμό παρουσιάζει κοινωνικά προβλήματα όπως οι τεράστιες δυσκολίες επιβίωσης των μεταναστών, η παιδική εργασία, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η αναλγησία του κοινωνικού περίγυρου. Στην αφήγηση δεν υπάρχουν ηθικολογίες και διδακτισμοί, αλλά ρεαλιστικοί διάλογοι αποκαλύπτουν τα γνήσια συναισθήματα των ηρώων.» Πηγή: http://filologein.wordpress.com         





Ο ΒΑΝΚΑΣ, ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. Ο Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή – ήρωα.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Ο Βάνκας Ζούκοφ… μονάχα εσύ μου απόμεινες». Πλαγιότιτλος: «Το γράμμα του Βάνκα στον παππού του» (Εισαγωγή: χώρος, χρόνος, πρόσωπα).

! Β΄ ενότητα: «Ο Βάνκας κοίταξε… με χιόνι για τις γιορτές». Πλαγιότιτλος: «Ο Βάνκας αναπολεί την ξέγνοιαστη ζωή του παππού στο χωριό» (α΄ επεισόδιο).

! Γ΄ ενότητα: «Ο Βάνκας αναστέναξε… αγαπημένε μου παππού, έλα». Πλαγιότιτλος: «Η σκληρή πραγματικότητα της Μόσχας και η παράκληση στον παππού» (β΄ επεισόδιο).

! Δ΄ ενότητα: «Ο Βάνκας δίπλωσε… στη χαραμάδα». Πλαγιότιτλος: «Η αποστολή του γράμματος» (γ΄ επεισόδιο: κορύφωση).

! Ε΄ ενότητα: «Ύστερα από μια ώρα… κουνώντας την ουρά του». Πλαγιότιτλος: «Ο γλυκός ύπνος του παιδιού» (Λύση).

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Χρόνος αποστολής του γράμματος: Η γιορτή των Χριστουγέννων, γιορτή της αγάπης, επιλέγεται από το μικρό για να εκφράσει τη δυστυχία του και την επιθυμία του να γυρίσει στο χωριό του // ταυτόχρονα διαγράφεται και μία αντίθεση: οικογενειακή γιορτή αγάπης ¹ παιδί ορφανό και δυστυχισμένο!

Ο Βάνκας: Ο Βάνκας είναι ένα μικρό παιδί ριγμένο πρόωρα στις σκληρές συνθήκες της εκμετάλλευσης και της παιδικής εργασίας. Νιώθει μόνος και εγκαταλελειμμένος σ’ ένα ξένο περιβάλλον, είναι δυστυχισμένος και απογοητευμένος από τις τραγικές συνθήκες, αδικημένος από τη ζωή (ορφανός) και από τη σκληρότητα των ενηλίκων, πονεμένος και βασανισμένος.. Υπομένει ωστόσο τις άθλιες συνθήκες εργασίας του, την εξαθλίωση, την αναίδεια, τις κακοποιήσεις, τον πόνο της παιδικής βιοπάλης.. Είναι τραγικό πρόσωπο που έχει μάλιστα επίγνωση της κατάστασής του.. Με παρακάλια ομολογεί την επιθυμία να επιστρέψει στο χωριό του, καθώς η ζωή στη Μόσχα είναι χειρότερη και από του «σκύλου».. Όντας ανασφαλής και πρόωρα μεγαλωμένος από την πίεση της ανάγκης, ζητά διέξοδο απεγνωσμένα και γι’ αυτό στέλνει το γράμμα στο μοναδικό του στήριγμα, στον παππού του..

 Το σκοτεινό παράθυρο του δωματίου του Βάνκα: Το παράθυρο του Βάνκα σκοτεινό, θαμπό, μαγικό, μέσα από τις αντανακλάσεις του κεριού γίνεται ένα παράθυρο – καθρέπτης της μνήμης που οδηγεί στο χώρο του ονείρου..

Παροντικός χρόνος αφήγησης της αναπόλησης του Βάνκα: Στις παραγράφους «Αυτή τη στιγμή, χωρίς άλλο… με χιόνι για τις γιορτές» η αναπόληση της ζωής κοντά στον παππού γίνεται σε παροντικό χρόνο, γιατί το παρόν και το παρελθόν συγχέονται στο μυαλό του Βάνκα, όπως συμβαίνει και σε ένα όνειρο.. Κάτω από την πίεση και τη δυστυχία του παρόντος εισέρχεται ανακουφιστικά στο τώρα του παιδιού η ζωή στο χωριό με την ομορφιά του χιονισμένου τοπίου και τα αστεία πειράγματα του παππού.. Εξάλλου, με τη χρήση του ενεστώτα (= δραματικός ενεστώτας), αντί παρελθοντικού χρόνου, προσδίδεται στο κείμενο ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα, σκηνική έμφαση (χιονισμένη ύπαιθρος)..

Ο παππούς και τα συναισθήματα που τρέφει ο Βάνκας απέναντί του: Ο παππούς είναι ένας ηλικιωμένος χωρικός, άνθρωπος καλόκαρδος, βασανισμένος από τη φτώχεια και τη σκληρή ζωή, αφοσιωμένος στα αφεντικά του, που βρίσκει την ευτυχία στις μικροχαρές της δουλειάς και στα αστεία με τους εξαθλιωμένους υποτακτικούς στο σπίτι των Ζιβάρωφ και υπομένει την πίκρα της στέρησης του εγγονού του χωρίς να παραπονιέται… Για τον Βάνκα ο παππούς είναι ο σωτήρας, ο προστάτης, ο βοηθός του, ένας καλοσυνάτος άνθρωπος με γελαστή όψη, χοντροκομμένα αστεία, ανέμελο περπάτημα και σφύριγμα, ιδιαίτερα τρυφερός και στοργικός, κοντά στον οποίο μπορεί να βιώσει την ασφάλεια..

Αναπόληση παρελθόντος μέσω παρελθοντικών χρόνων: Η ανάπλαση του ευτυχισμένου παρελθόντος γίνεται και μέσω παρελθοντικών χρόνων («Αναστέναξε βαθιά… στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη»), που προσδίδουν νοσταλγία και γλυκιά αναπόληση – ονειροπόληση..

Σύγκριση ζωής στη Μόσχα και στο χωριό:

ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ

ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

1) Κακοποιήσεις, πόνος, σκληρός κόσμος ενηλίκων, δυστυχία..
1) Οικογενειακή ζεστασιά, ασφάλεια, χαρούμενος κόσμος με καλοσύνη και αστεϊσμούς, προστασία..
2) Κόσμος  άγριος, αλύπητος, εκδικητικός, απάνθρωπος (η παιδική αθωότητα τιμωρείται)..
2) Κόσμος σκληρός, όπου όμως η κακία συγχωρείται..
3) Η Μόσχα είναι μια άχρωμη, αφιλόξενη μεγαλούπολη..
3) Το χωριό διέπεται από μία ομορφιά που θυμίζει παραμυθένια ατμόσφαιρα..
4) Η Μόσχα εντυπωσιάζει με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, αλλά υστερεί στην ανθρωπιά και στη ζεστασιά των παιδικών εθίμων..
4) Το χωριό τα Χριστούγεννα είναι ανθρώπινο, πιστό στις παραδόσεις και στην καλοσύνη που διδάσκει ο Χριστιανισμός..


Αποστολή γράμματος: Το γράμμα δυστυχώς δε θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του, αφού ο Βάνκας δεν έγραψε διεύθυνση.. πικρή ειρωνεία λοιπόν συνοδεύει το μικρό, που είναι καταδικασμένος να ζει με τη γλυκιά, αλλά μάταιη ελπίδα και τη βασανιστική αναμονή της σωτηρίας που δε θα επέλθει.. Ωστόσο, αν και το γράμμα δεν έφτασε στον προορισμό του (παππούς), έφτασε στον αντικειμενικό του προορισμό, που είμαστε όλοι εμείς, ξυπνώντας τις συνειδήσεις των αναγνωστών, ώστε να επαναστατήσουν στην παιδική εκμετάλλευση και κακοποίηση που συντελείται στις κατά τα’ άλλα ανθρωπιστικές κοινωνίες..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

! Η παιδική βιοπάλη, η φτώχεια, η εργασία, η ορφάνια..
! Η ανάγκη του παιδιού για αγάπη και στοργή..
! Σκληροί εργοδότες – αθώοι βιοπαλαιστές..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες, διάλογος), πεζό (περιγραφή της Μόσχας), λυρικό, νοσταλγικό, παθιασμένο (αναπόληση χωριού), αφυπνιστικό, επικριτικό (καταγγελία της παιδικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης).

Γλώσσα: Απλή, περιγραφική, καθημερινή.

Είδος κειμένου: Το κείμενο είναι ένα διήγημα:
î συμμετέχουν λίγα πρόσωπα (Βάνκας, παππούς, κομπάρσοι)..
î μικρή έκταση..
î η υπόθεση επικεντρώνεται σε ένα βασικό επεισόδιο (δυστυχία και κακοποίηση του Βάνκα και επιθυμία να ζήσει κοντά σε ένα δικό του πρόσωπο , τον παππού του)..
î πειστικότητα, αληθοφάνεια..
î ύπαρξη δομής, πλοκή..


Αφηγηματικές τεχνικές:
î Διήγηση (τριτοπρόσωπη αφήγηση), παντογνώστης αφηγητή, μηδενική εστίαση..
î Περιγραφές..
î Διάλογος..
î Εσωτερικός μονόλογος («Τι όμορφα που ήταν!»)..
î Αναδρομικές αφηγήσεις..

Σχήματα λόγου:
î Εικόνες ρεαλιστικές, βίαιες, λυρικές, νοσταλγικές..
î Μεταφορές («δέντρα ασημωμένα», «σπαρμένος με αστέρια»…)..
î Ασύνδετα («ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές..»…)..
î Πολυσύνδετα («Οι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο… ευτυχισμένος»)..
î Σχήμα του κύκλου («Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού… αγαπημένε μου παππού, έλα»)..



ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Δεν πρόλαβε ο θείος… και τρέξαμε για το σταθμό». Πλαγιότιτλος: «Η αντίδραση των θείων της Αλίκης στην είδηση της επικείμενης καταστροφής».

! Β΄ ενότητα: «Σ’ όλη τη διαδρομή,… να τη φτιάχναν και γιατί;». Πλαγιότιτλος: «Αγωνιώδη ερωτήματα της Αλίκης στο δρόμο για το σπίτι της».

! Γ΄ ενότητα: «Όταν φτάσαμε στην οδό… το πρώτο καΐκι…Ακούς;». Πλαγιότιτλος: «Η αντίδραση της οικογένειας της Αλίκης στην είδηση και ο συγκινητικός αποχαιρετισμός».

! Δ΄ ενότητα: «Καθώς διέσχιζα την οδό… μας φύλαγε το μέλλον;». Πλαγιότιτλος: «Νέα αγωνιώδη ερωτήματα της Αλίκης».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Θείος Γιάγκος: Εμφανίζεται ψύχραιμος και αποφασιστικός στις κρίσιμες στιγμές, αποφασίζει για τις τύχες της οικογένειάς του, χωρίς όμως να κρύβει την απελπισία και τη συγκίνησή του… όντας θρησκευόμενος, διατηρεί ελπίδες, μη θέλοντας να πιστέψει το επερχόμενο κακό…
Ερμιόνη: Πανικοβάλλεται και απελπίζεται καθώς όλο της το «είναι» κινδυνεύει από την επερχόμενη τραγωδία, ενώ αγωνία και απόγνωση τη διακατέχουν (εμετοί, μνήμες Αϊδινίου).. διχάζεται μεταξύ κινητοποίησης και παράδοσής της στη σκληρή μοίρα, αλλά εν τέλει αντιμετωπίζει τα δρώμενα με ψυχραιμία, ενεργητικότητα, δυναμισμό..
Αλίκη: Υπεύθυνη, ώριμη, καρτερική για την ηλικία της.. αντιφατικά συναισθήματα την διακατέχουν.. προσπαθεί να κατανοήσει την έκταση της τραγωδίας.. δείχνει απόγνωση και έντονη ευαισθησία.. ζητά προστασία από τους μεγάλους και επιχειρεί να συνειδητοποιήσει το μέλλον της.. πονά, λυπάται, σαστίζει, αγωνιά, φοβάται λόγω των αντιδράσεων των θείων της.. ηρεμεί προσωρινά λόγω της ανεμελιάς και της ευθυμίας στο σπίτι της, ωστόσο το αβασάνιστο πόρισμα και η αισιοδοξία του πατέρα της δεν την επηρεάζουν, γιατί γνωρίζει την επιπολαιότητα και την ξεγνοιασιά του.. συγκινείται και θλίβεται καθώς χαιρετά τους γονείς της, ενώ η ανησυχία δεν παύει (άλλωστε, υπάρχει μαζί της και η ανάστατη κ. Χρυσή)…
Η θέα της ειρηνικής ζωής στα κτήματα: Η θέα της ειρηνικής ζωής στα κτήματα προβληματίζει την αγνή και αφελή μικρή Αλίκη ως προς το γιατί γίνονται οι πόλεμοι.. έτσι, διατυπώνονται μέσα της αγωνιώδη ερωτήματα και αντιμετωπίζει τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής της με ωριμότητα και ευαισθησία.. νιώθει συγκίνηση για όσους αφανιστούν και οργή για τους υπαίτιους του πολέμου.. κατά συνέπεια, έχουμε αντιπολεμικά μηνύματα από τη μικρή Αλίκη, που αντιμάχεται τον εθνικό φανατισμό και τους πολεμοκάπηλους που δίχασαν τις ψυχές των δύο λαών που ζούσαν ειρηνικά και τώρα μένουν ανυπεράσπιστοι στο έλεος των δυνατών και των συμφερόντων τους (διαχρονική καταγγελία της βαρβαρότητας και της ωμότητας του πολέμου)..
Γονείς της Αλίκης: Νιώθουν ασφάλεια και σιγουριά από την παρουσία του ελληνικού στρατού.. Ο πατέρας χαρακτηρίζεται ως κοινωνικός, ανεύθυνος μεγαλοαστός, που από επιπολαιότητα δεν πιστεύει τις φοβίες του θείου Γιάγκου και δείχνει επιτιμητική διάθεση απέναντί του.. αντιθέτως, χωρίς να προβληματίζεται, εφησυχάζει από τις διαβεβαιώσεις των στρατιωτικών των «σαλονιών» και απολαμβάνει την ανέμελη συντροφιά τους.. Η μητέρα κρύβει τα χρήματα, γιατί, αν η είδηση της επικείμενης τραγωδίας αληθεύει, τότε θα πέσει πάνω της το βάρος της σωτηρίας της οικογένειας.. επομένως, αποδεικνύει πως είναι μια γυναίκα σοβαρή, υπεύθυνη, προνοητική και αποφασιστική.. Πάντως, τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις συγγενών και γονιών δίνονται από την Αλίκη με λιτό τρόπο..
Διαφορετικές αντιδράσεις γονιών και συγγενών: Οι διαφορετικές αντιδράσεις γονιών και θείων της Αλίκης οφείλονται στην αντίθετη πληροφόρηση που έχουν ως προς τις εξελίξεις, καθώς επίσης και στη διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους..
Αισιόδοξο μήνυμα: Η αισιοδοξία που πηγάζει από το κείμενο είναι ότι ο άνθρωπος, παρά τις όποιες συναισθηματικές και πρακτικές δυσκολίες, εγκλιματίζεται πάντα στις νέες συνθήκες και παρά τις απρόοπτες αλλαγές βρίσκει τις ψυχικές δυνάμεις ώστε να αντιπαρέρχεται τα προβλήματα και να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Ο ξεριζωμός του μικρασιάτικου ελληνισμού το 1922..
î Το αντιπολεμικό πνεύμα..
î Η συμπεριφορά και η αντίδραση του ανθρώπου στις κρίσιμες στιγμές..
î Το πρόβλημα της προσφυγιάς..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες, διάλογος), απλό, φυσικό, αυθόρμητο (απλός λόγος), γλαφυρό (περιγραφή ειρηνικής ζωής κτημάτων).
Γλώσσα: Δημοτική, απλή με μικρασιάτικους ιδιωματισμούς.
Είδος κειμένου: Μυθιστόρημα με έντονο βιωματικό και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Αφηγηματικές τεχνικές:
î Μίμηση (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), δραματοποιημένος αφηγητής, εσωτερική εστίαση.. Πλαστοπροσωπία (Αλίκη = Δ. Σωτηρίου)..
î Αναδρομικές αφηγήσεις («όπως τότε στην καταστροφή την πρώτη, του Αϊντινιού», «όταν μ’ έστελναν μακριά από το σπίτι μου»)..
î Περιγραφές..
î Διάλογος..
î Εσωτερικός μονόλογος (αγωνιώδη ερωτήματα, Δ΄ ενότητα)..
Σχήματα λόγου:
î Μεταφορές («για να κρύψει την απελπισία του»,…)..
î Ασύνδετα («θα ‘ταν σεισμός… πλημμύρα»,…)..
î Αντιθέσεις («ανησυχίες θείου Γιάγκου – ξεγνοιασιά πατέρα Αλίκης»,..)..
î Προσωποποίηση («τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά»)..




«Η ΕΞΟΔΟ»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Το συντομότατο αυτό διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη γράφτηκε το 1911 και ανήκει στην ενότητα «Το Μεσολόγγι», από το βιβλίο «Μεγάλα Χρόνια», τα χρόνια δηλαδή του Αγώνα για την ανεξαρτησία. Αναφέρεται στην Έξοδο του Μεσολογγίου, που χάρη στην αυτοθυσία των πολιορκημένων καθιερώθηκε ως σύμβολο της ελευθερίας.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

! Α΄ ενότητα: «Το Μεσολόγγι τώρα… Κι απόψε..». Πλαγιότιτλος: «Παρουσίαση της κεντρικής ηρωίδας και των δραματικών ιστορικών στιγμών».

! Β΄ ενότητα: «Νύχτα, σκοτάδι… κι η μάνα δεν την έχει». Πλαγιότιτλος: «Τελευταίες προετοιμασίες πριν την Έξοδο».

! Γ΄ ενότητα: «Τραβούν αργά το δρόμο… πως έλειπε η Ανθή της». Πλαγιότιτλος: «Η έξοδος».

! Δ΄ ενότητα: «Δεν άργησε ύστερα… Πάει και το Μεσολόγγι». Πλαγιότιτλος: «Ο χαμός της Ανθής και του Μεσολογγίου».

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Κατάσταση Μεσολογγίου: Οι τραγικές συνθήκες υπερτονίζουν τις προσπάθειες της μάνας που προτιμά το θάνατο από μία δουλική ζωή. Υπερηφάνεια λοιπόν και θαυμασμός είναι τα μόνα συναισθήματα που μπορεί να νιώθει κανείς για τον ηρωισμό, την αδούλωτη ψυχή και την καρτερία των αγωνιστών του ’21.

«..της πείνας το θεριό..»: Μέσα από το μαρτύριο – δοκιμασία της πείνας θριαμβεύει η ανθρώπινη βούληση για νίκη, αντίσταση, ελευθερία.. Στο πολιορκημένο λοιπόν Μεσολόγγι κυριαρχεί η έλλειψη τροφής, η πείνα, η αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών, η εξαθλίωση των μικρών παιδιών και η απόγνωση.. Η περιγραφή της πείνας γίνεται με τα πιο μελανά χρώματα και παραπέμπει σε μια φρικτή πραγματικότητα, που, αν και μπορεί να κάμψει και τα πιο αλύγιστα φρονήματα, στο Μεσολόγγι νικιέται από το πείσμα και τη θέληση των αγωνιστών για επιβίωση και ελευθερία..

Μάνθα: Υπομένει καρτερικά τις δυσκολίες επιβίωσης, έχει μεγάλη θέληση για ζωή και είναι αποφασισμένη για την έξοδο.. Με θάρρος ντύνεται και ετοιμάζεται, συγκινείται και ταράζεται από τον πόνο της ανάμνησης του μακαρίτη άντρα της, ωστόσο η απόγνωση και η λύπη είναι πρόσκαιρη, καθώς είναι μόνη και έχει να φροντίσει την άρρωστη κόρη της.. Νιώθει τρυφερότητα, στοργή, αγάπη και αγωνία για την ανυποψίαστη κόρη της, οργή και αγανάκτηση για τους εχθρούς, ενώ άγρια ένταση, ανυπομονησία και τόλμη είναι τα χαρακτηριστικά που τη συνοδεύουν, καθώς σιωπηλή προσμένει το τέλος των βασάνων..

Έντονες αντιθέσεις – οριακές καταστάσεις: Οι έντονες αντιθέσεις (ζωή – θάνατος / αποκλεισμός – ελευθερία / παιδική ηλικία – θάνατος / αδυναμία ηρωίδων – ισχύς αντιπάλων) και οι οριακές καταστάσεις αναδεικνύουν το μέγεθος της θυσίας και το αγαθό της ελευθερίας..

«Η Ανθίτσα πάει πια! Πάει και το Μεσολόγγι.»: Η πολύτιμη κόρη εξισώνεται με την ακριβή πατρίδα! Έτσι, προκύπτει η δραματική διδαχή ότι απαιτούνται θυσίες για την ελευθερία…

Η ζωή των ανθρώπων εξαρτάται από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα:
î Μάνθα: πρόκειται για μια αδάμαστη ψυχή, που έχασε τα πάντα (άντρα, κόρη, πατρίδα, συγγενείς) και επέζησε τελικά με ψυχικά τραύματα που δε θα επουλωθούν ποτέ..
î Ανθή: δραματικό πρόσωπο, αφού είναι αθώο, ανυποψίαστο, άμαχο, καλοκάγαθο, αδύναμο, ανυπεράσπιστο, εγκλωβισμένο στη βία της εξόδου και κατ’ επέκταση γίνεται βορά και θυσιάζεται στη λαίλαπα του εφιαλτικού πολέμου..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Οι οριακές στιγμές των επιλογών: η ελευθερία πάνω από τη ζωή (ανάγκη θυσιών)..
î Μητρική αγάπη, φιλοπατρία, επιβίωση..
î Ηρωισμός αγωνιστών Μεσολογγίου: παράδειγμα αγωνιστικότητας προς μίμηση..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Ύφος: Λιτό, απλό (απλός λόγος), άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (εικόνες, διάλογος), δραματικό, επικό (ιδίως στην γ΄ ενότητα), διδακτικό.

Γλώσσα: Απλή, δημοτική με ιδιωματισμούς, λιτότητα έκφρασης, παρατακτική σύνδεση.

Είδος κειμένου: Το κείμενο είναι ένα διήγημα (μικρή έκταση, συμμετοχή λίγων προσώπων, επικέντρωση σε ένα βασικό επεισόδιο, αληθοφάνεια, άψογη δομή), με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στο πεζοτράγουδο (ύπαρξη ποιητικού ρυθμού που οφείλεται στο ιαμβικό μέτρο και στη μουσικότητα που παρατηρούνται σε ορισμένα σημεία του κειμένου, π.χ. «στα βάσανα μπασμένη»).

Αφηγηματικές τεχνικές:
î Διήγηση (τριτοπρόσωπη αφήγηση), παντογνώστης αφηγητής, μηδενική εστίαση..
î Περιγραφή..
î Διάλογος (ζωντάνια, δραματικότητα, φυσικότητα, υποβλητικότητα)..

Σχήματα λόγου:
î Μεταφορές («τα ρούχα τ’ άχαρα», «τρομερή η ματιά»,…)..
î Παρομοιώσεις («σαν άγιο λείψανο»,..)..
î Προσωποποιήσεις («η οργή της αρρώστιας», «το χάδι της καρδιάς»,..)..
î Συνεκδοχή («Το Μεσολόγγι τώρα ετοιμάζεται», αντί οι Μεσολογγίτες)..
î Αντιθέσεις («κανένας δε φωνάζει… σύσμιχτη βοή»,..)..
î Επαναλήψεις («έρημη χώρα, έρημη»,..)..
î Εικόνες..




ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΚΥΛΟΥ
ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Ο ποιητής παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο τη μαρτυρική ζωή ενός αδέσποτου σκύλου. Σε ένα δεύτερο όμως επίπεδο, με αλληγορικό τρόπο, προβάλλει την εικόνα των περιθωριοποιημένων και εγκαταλειμμένων ανθρώπων της εποχής μας, συγκρίνοντας τη ζωή τους με αυτή των σκύλων. Το ποίημα ανήκει στην περίοδο της υπαρξιακού περιεχομένου ποίησής του, περίοδο της ωριμότητας του ποιητή. (Η αντίφαση μεταξύ της αποκρουστικής εικόνας του υπάρχοντος, αυτού που γεμίζει θλίψη τον ποιητή, της καθημερινότητας κι από την άλλη του τρυφερού οράματός του για ένα καλύτερο κόσμο, τείνει να αρθεί με την προσφυγή στη μεταφυσική. Ο ποιητής επικαλείται τον Κύριο για να αναστήσει τον κόσμο με την αγάπη του.)

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


! Α΄ ενότητα: «Έχω την όψη… την καρδιά ενός σκύλου». Πλαγιότιτλος: «Ο ποιητής ταυτίζει τον εαυτό του με αδέσποτο σκύλο» (Εισαγωγή).

! Β΄ ενότητα: «Φαίνεται θα ‘μαι… είναι σκυλίσιο». Πλαγιότιτλος: «Η ζωή του ποιητή – σκύλου» (Τεκμηρίωση της θέσης).

! Γ΄ ενότητα: «Κατεβαίνει ένα υγρό… Έτρεχα αγκομαχώντας». Πλαγιότιτλος: «Η παρηγοριά της λύτρωσης από τον Κύριο» (Λύση – αντιμετώπιση του προβλήματος).

! Δ΄ ενότητα: «Τέλος αποσύρθηκα… έρχεται ο Κύριός μου». Πλαγιότιτλος: «Η απόσυρση του ποιητή – σκύλου και η αναμονή της λύτρωσης» (Επίλογος – συγκρατημένη αισιοδοξία).

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


1ος στίχος: Ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του με την όψη ανθρώπου και την καρδιά ενός σκύλου. Ταυτίζεται, συμπάσχει με τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες, την πείνα και τη δυστυχία που ταλανίζουν τη ζωή των περιθωριακών ανθρώπων και των αδέσποτων σκύλων. Ωστόσο, το μεταφορικό σχήμα «έχω την καρδιά ενός σκύλου» κρύβει πιο προσωπικές πτυχές της ψυχολογίας του ποιητή. Η σκυλίσια καρδιά δηλώνει τη δειλία, το παράπονο και το κλάμα ενός δημιουργού που φοβήθηκε, απογοητεύτηκε και πόνεσε από την κακία και τη σκληρότητα της ανθρώπινης κοινωνίας μας. Ο ποιητής λοιπόν είναι ο εκφραστής του μεγάλου πλήθους των φοβισμένων ψυχών έναντι της βαναυσότητας των καιρών και της δύσκολης πολιτικά μετεμφυλιακής εποχής. Έτσι, ο ποιητής δείχνει τον προορισμό της ποίησής του να σταθεί δίπλα στον απλό, ήσυχο, εγκλωβισμένο άνθρωπο στις μεγάλες δοκιμασίες των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60.
2ος – 7ος στίχος: Σπαρακτικός μονόλογος ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου.

Κύριος: Ο Κύριος για ένα σκύλο είναι το αφεντικό του, που αν υπήρχε σίγουρα θα επιλύονταν τα προβλήματα του αδέσποτου ζώου, καθώς θα απολάμβανε τη φροντίδα και θα ένιωθε ασφαλές..  Για τους περιθωριοποιημένους όμως ανθρώπους ο Κύριος είναι ο θεός προστάτης.. Επομένως, μόνη παρηγοριά του ποιητή – σκύλου στο αφιλόξενο, σκληρό περιβάλλον που ζει είναι η έλευση του Κυρίου.. Αδημονεί, προσεύχεται, αναζητά, περιμένει, τριγυρνά ματωμένος και πεινασμένος με τις αισθήσεις του σε εγρήγορση για να συλλάβει πρώτος το αισιόδοξο μήνυμα της Ανάστασης.. Αν και ζει περιθωριοποιημένος, κακοποιημένος, δε χάνει το κουράγιο και την αισιοδοξία του.. Ελπίζει ότι θα ακούσει τα βήματα του Κυρίου.. Ο αδέσποτος σκύλος που αναζητά ένα στοργικό αφεντικό και ο περιθωριοποιημένος άνθρωπος που αναμένει τη φροντίδα του Κυρίου της αγάπης ενώνονται στην αισιόδοξη αγωνιστική διάθεση του ποιητή.. Έτσι, ο ποιητής αναζητά το ιδανικό της πανανθρώπινης αγάπης σε ένα κόσμο που μοιάζει να το αντιμάχεται.. Βλέπει το σήμερα ως παροδικό και το «κακό» ως αναγκαία προϋπόθεση για την καινούρια ανάσταση που αναπόφευκτα θα έρθει.. Αφιερώνεται λοιπόν στην προετοιμασία της με όλες του τις δυνάμεις..

«Κόσμος πολύς.. μ’ απομακρύνει»: Οι άνθρωποι αδιαφορούν στη δυστυχία του περιθωριοποιημένου και διαρκώς τον περιφρονούν και του αρνούνται κάθε βοήθεια, βυθίζοντάς τον ακόμη περισσότερο στην ανέχεια και στα προβλήματα..

«Έτσι κυλάει.. να περιμένω»: Αισιόδοξη στάση από μέρους του περιθωριοποιημένου, που επιστρατεύει τις δυνάμεις του, σωματικές και κυρίως ψυχικές, για να επιβιώσει..

«Όμως μια μέρα.. αγκομαχώντας»: Οι άνθρωποι επιτείνουν τη δυστυχία των αδέσποτων ζώων – περιθωριοποιημένων ανθρώπων..

Αναλογίες εικόνων αδέσποτων ζώων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων:
î Το εγκαταλελειμμένο σκυλί περιδιαβαίνει στους δρόμους πεινασμένο και διώχνεται από τις γειτονιές με τη βία  // Ο περιθωριοποιημένος άνθρωπος γυρνά εξαθλιωμένος, πεινασμένος και διώχνεται από παντού, αφού ενοχλεί την ευπρέπεια των ανθρώπων..
î Το αδέσποτο σκυλί κοιτάζει με παράπονο τους ανθρώπους στα χέρια μήπως το λυπηθούν και το ταΐσουν  // Οι περιθωριοποιημένοι ζητιανεύουν ένα ποσό για να αγοράσουν κάτι..
î Το αδέσποτο σκυλί είναι απροστάτευτο από τα φυσικά φαινόμενα, βρέχεται, υποφέρει  // Οι άστεγοι αναζητούν ένα μέρος για να προστατευθούν από τα αντίξοα καιρικά φαινόμενα..
î Το εγκαταλελειμμένο σκυλί ακολουθεί τους περαστικούς με την κρυφή ελπίδα ότι κάποιος φιλεύσπλαχνος θα γίνει κύριός του  // Ο περιθωριακός προσεύχεται και αναζητά τη λύτρωσή του στο θεό προστάτη των φτωχών (επαιτεία έξω από τους ναούς)..
î Τα αδέσποτα βασανίζονται από παιδιά  // Οι εξαθλιωμένοι είναι τα απροστάτευτα θύματα της βίας εγκληματικών στοιχείων ή των ανθρώπων του νόμου..
î Τα αδέσποτα κοιμούνται σε κάποιο προστατευμένο μέρος από τη βροχή και σε κάθε βήμα που ακούν ονειρεύονται τον ερχομό ενός καλοσυνάτου αφεντικού  // Σύνηθες πια είναι το θέαμα των ανθρώπων που κοιμούνται σε παγκάκια, σε πάρκα και στους σταθμούς του ηλεκτρικού..

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

î Άστεγοι και περιθωριοποιημένοι άνθρωποι.
î Επαιτεία: συμπεριφορά ανθρώπων προς εξαθλιωμένους, ζητιάνους.
î Αδέσποτα ζώα: κακομεταχείρισή τους από τους ανθρώπους.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ


Ύφος: Άμεσο, ζωντανό, παραστατικό (περιγραφές), λυρικό (συναισθηματικές φράσεις), αλληγορικό, στοχαστικό, αφυπνιστικό.

Γλώσσα: Απλή, καθημερινή, περιγραφική, εκφραστική, λυρική.

Σχήματα λόγου:
î Εικόνες οικείες, συμβολικές, ρεαλιστικές..
î Μεταφορές («καρδιά σκύλου», «βλέμμα σκυλίσιο»)..
î Παρομοιώσεις («σαν να κοιμόμουν»)..
î Προσωποποιήσεις («άκουγα τα βήματά της»)..
î Ασύνδετα («η ψυχή μου.. υποφέρει»)..
î Επαναλήψεις («από όνειρο σ’ όνειρο»)..
î Υπερβατό («Όμως μια μέρα.. των σκουπιδιών»)..

Μετρική: Ελεύθερος στίχος.





























































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου